Το τουριστικό «momentum» της Αθήνας

Από τον Δημήτρη Ρηγόπουλο

Κεντρική φωτογαφία: Ανακαλύπτοντας την Αθηναϊκή Ριβιέρα: ηλιοβασίλεμα στο Σούνιο. © Eirini Vourloumis/The New York Times

Πριν από λίγες ημέρες οι New York Times δημοσίευσαν ένα ενθουσιώδες, ολοσέλιδο αφιέρωμα στην Αθήνα, με «χτύπημα» στην πρώτη σελίδα. Ο τίτλος στην έντυπη έκδοση ήταν «Welcome back, Athens» (Καλώς όρισες ξανά, Αθήνα). Το υπέγραφε η Charly Wilder, συνεργάτις της μεγάλης αμερικανικής εφημερίδας, η οποία ζει και εργάζεται στο Βερολίνο. Κατέληξε στη γερμανική πρωτεύουσα ύστερα από μια αναπάντεχη περιπλάνηση μερικών εβδομάδων στην Αθήνα πριν από περίπου μία δεκαετία. Έχοντας ζήσει για λίγο σε μια σειρά από αθηναϊκά διαμερίσματα του κέντρου μαζί με νέους, δημιουργικούς Αθηναίους, είχε συνοψίσει την ελληνική της εμπειρία με ομολογουμένως εμπνευσμένο τρόπο: «Είναι σαν τα “Φιλαράκια”, αλλά με σεξ, ναρκωτικά και μπαλκόνια».

Τώρα επέστρεψε, για να δει τι απέγιναν οι Έλληνες φίλοι της, αλλά και η παράξενη μεσογειακή μητρόπολη την οποία είχε ερωτευτεί εντελώς αναπάντεχα πριν από δέκα χρόνια, δηλαδή πριν από την κρίση. Και αυτό που βρήκε ήταν μία από τις πιο ζωντανές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες σε πλήρη πολιτιστική άνθηση – παρά ή και εξαιτίας της κρίσης. Η αδιαπραγμάτευτα θετική διάθεση της Walker συντονίζεται απόλυτα με το αναβαπτισμένο διεθνές προφίλ της Αθήνας τα τελευταία δύο χρόνια.

Όλα άρχισαν το 2016 με το περίφημο «Είναι η Αθήνα το νέο Βερολίνο;» που έθεσε η Süddeutsche Zeitung του Μονάχου εν αναμονή της Documenta. Θυμάμαι ακόμη την αντίδραση του σκηνοθέτη Πρόδρομου Τσινικόρη, ο οποίος έχει ζήσει και στις δύο πόλεις: «Η Αθήνα; Πλάκα κάνεις; Στο Βερολίνο υπάρχουν δουλειές και παρ’ όλα αυτά χορταίνεις με τρία ευρώ. Εδώ δεν υπάρχει τίποτα και τα πάντα στοιχίζουν έναν σκασμό λεφτά». Ναι, ο γερμανικός τίτλος χλευάστηκε όσο λίγοι από πολλούς Έλληνες στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά σίγουρα απηχούσε το νέο κλίμα θετικής περιέργειας για την Αθήνα της κρίσης.

Η είσοδος του ΕΜΣΤ στην Καλλιρόης, © Dagmar Schwelle/laif

Η αμφιθυμια των Αθηναίων

Και στην περίπτωση του άρθρου των New York Times ο αντίκτυπος στο ελληνικό κοινό είχε πολλές διαβαθμίσεις. Η ίδια η Charly Wilder θυμάται πως, όταν βρισκόταν στην Αθήνα για το ρεπορτάζ, έγινε πολλές φορές μάρτυρας αυτής της αμφιθυμίας των κατοίκων της πόλης. «Από τη μία πλευρά ο τουρισμός και οι σποραδικές αστικές αναπλάσεις βοηθούν την οικονομία να πάρει μια ανάσα και δίνουν ευκαιρία για δουλειά, ενώ την ίδια στιγμή το κοινωνικό και πολιτικό περιβάλλον παραμένει προβληματικό, ο τομέας της εργασίας δείχνει ασταθής, τα ενοίκια αρχίζουν και ανεβαίνουν ξανά σε περιοχές του κέντρου, ενώ η κάλυψη από τα μέσα ενημέρωσης κινείται στα δύο άκρα, ανάμεσα σε μια ωραιοποιημένη εκδοχή της πραγματικότητας και σε μια εικόνα απόλυτης καταστροφής. Το βλέπω και τώρα μετά το δημοσίευμα, παρακολουθώντας τις αντιδράσεις πολλών φίλων μου από την Ελλάδα: ενώ ο απόηχος ήταν κατά βάση θετικός, υπήρξε ένας μικρότερος αριθμός ανθρώπων που υποστήριξαν με δυνατή φωνή ότι το άρθρο υποτίμησε τα τρέχοντα προβλήματα της πόλης».

Λούνα παρκ αιώνιων εφήβων

Στην τελευταία κατηγορία θα πρέπει μάλλον να κατατάξουμε τον αρχιτέκτονα Σταύρο Μαρτίνο. «Δεν μπορώ να δεχτώ να καλλιεργείται η τουριστική εικόνα της πόλης για εσωτερική κατανάλωση: ο πληθυσμός του art crowd έχει ελάχιστη διάδραση με τους υπόλοιπους κατοίκους της πόλης (ακόμα και με εκείνους με τους οποίους μοιράζονται κοινές παραστάσεις) και οι “ενδιαφέροντες καιροί” των μεν μάλλον είναι κινέζικη κατάρα για τους δε. Προσωπικά, θα ήθελα λιγότερο “ξεφτισμένο σικ” και καλύτερες υποδομές, περισσότερη καθαριότητα, ασφάλεια και αξιοπρεπείς δουλειές για τις στρατιές των ανέργων. Έστω, θα ήθελα μια καλύτερη ισορροπία ανάμεσα στα ενδιαφέροντα μιας μόνο πληθυσμιακής ομάδας και σε όλα αυτά τα “βαρετά”, που όμως στην πραγματικότητα είναι τόσο δυσεύρετα: όπως δηλαδή το έκανε το Βερολίνο, μέσα από δημόσιες επενδύσεις και συστηματικές πολιτικές πολεοδομίας και στέγασης. Το “εναλλακτικό” που πάει να περάσει ως νέο brand για την Αθήνα και απευθύνεται σε τουρίστες (είτε μένουν στην πόλη για δύο μέρες είτε για δύο χρόνια) μου φαίνεται αφόρητα κοινότοπο και προσωπικά μου βρομάει – από σκουπίδια, υποκρισία και ανωριμότητα. Επιπλέον, πάντα έχει περιορισμένο κύκλο ζωής και δεν μπορεί κανείς να ποντάρει πάνω του μακροπρόθεσμα. Πρέπει να ξανασκεφτούμε την Αθήνα ως πόλη με κέντρο που να είναι κάτι παραπάνω από λούνα παρκ για αιώνιους εφήβους από όλο τον κόσμο».

Μια αναπάντεχη όψη της οδού Κοραή από ψηλά. © Shutterstock

Ο δημοσιογράφος της «Καθημερινής» Νίκος Βατόπουλος προτιμά μια διαφορετική ανάγνωση της ίδιας εικόνας: «Αυτό που βλέπουμε σήμερα είναι η διάχυση μιας επιθυμίας χιλιάδων νέων Αθηναίων να διεκδικήσουν την πόλη. Αντικειμενικά είναι κάτι εξαιρετικά θετικό και θεωρώ ότι αυτή η ολοένα και μεγαλύτερη εξωστρέφεια αυτής της δημιουργικής διάθεσης θα συναντήσει σταδιακά την πραγματική ανάκαμψη της Αθήνας και θα επιδράσει στην επί της ουσίας αλλαγή της εικόνας. Είναι μια πίεση από κάτω προς τα πάνω, όταν ένα κομμάτι της κοινωνίας, μια κρίσιμη και κινητική μειοψηφία, αυτονομείται από το καθεστώς της παρακμής και διαμορφώνει κλίμα».

Θυμός και γοητεία

Έχοντας μεγαλώσει στην Αθήνα και παρακολουθώντας την εξέλιξή της από κάποια απόσταση ως κάτοικος εξωτερικού για αρκετά χρόνια, ο αρχιτέκτονας Μανώλης Ντούρλιας πασχίζει να ερμηνεύσει τα ολοένα και πιο συχνά εγκωμιαστικά σχόλια που ακούει ή διαβάζει και ο ίδιος. «Είναι αλήθεια ότι τη δική μου αντίληψη σχεδόν μονοπωλούν οι οδικές κακοτεχνίες, η ασυνέχεια, αν όχι η ανυπαρξία πεζοδρομίων, η άναρχη στάθμευση, οι συχνά ξέχειλοι κάδοι απορριμμάτων και οι αμέτρητες αφίσες και τα tags στο ύψος των ματιών, που θα ’λεγε κανείς ότι στερούν από έναν τοίχο τη δυνατότητα να υπάρξει ως κενός μηνύματος. Σαν μουσική στην οποία κάποιος σαδιστής απαγόρευσε τις παύσεις. Γεμίζω θυμό βλέποντας την αδυναμία των υπευθύνων, αλλά και των κατοίκων της πόλης να συντονιστούν πάνω σε κάποιες, μετρημένες στα χέρια, σχεδόν αυτονόητες, δράσεις που θα έκαναν την Αθήνα μια πόλη ευχάριστη, θα αναδείκνυαν τον αρχιτεκτονικό και φυσικό της πλούτο και θα την καθιστούσαν τουλάχιστον προσβάσιμη στα άτομα με κινητικές δυσκολίες, έτσι ώστε να επιβεβαιωθεί στο ελάχιστο η ιστορία της ως κοιτίδα της δημοκρατίας. Και όμως, όλα αυτά που θαμπώνουν τη δική μου εικόνα δεν πτοούν τους εκλεκτούς επισκέπτες της. Τείνω να πιστέψω πως η γοητεία που ασκεί η Αθήνα κρύβεται ακριβώς εκεί. Σε αυτή την παράδοξη συνοχή που παρουσιάζει μέσα από το αποσπασματικό και κατακερματισμένο πρόσωπό της».

Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. © Dagmar Schwelle/laif

Δυναμισμός, αλλά και ανοιχτά μέτωπα

Λίγοι άνθρωποι στην Ελλάδα γνωρίζουν την τουριστική αγορά της Αθήνας όσο ο Γιάννης Ρέτσος. Ο πρόεδρος του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων αποτελεί μία από τις πλέον ψύχραιμες και αξιόπιστες φωνές στον χώρο. Το 2012, όταν ο τουρισμός της Αθήνας δεχόταν το ένα χτύπημα μετά το άλλο εξαιτίας των διαδοχικών επεισοδίων στο κέντρο, αλλά και της απειλής για έξοδο της χώρας από τη ζώνη του ευρώ, ήταν ένας από τους λίγους που πόνταραν στον δυναμισμό του τουριστικού προϊόντος της πόλης. Είχε προβλέψει μάλιστα πως, όταν θα ομαλοποιούνταν τα πράγματα, ο τουρισμός της Αθήνας θα εκτινασσόταν σαν ελατήριο.

Σήμερα που φαίνεται να επιβεβαιώνεται, προτιμά να κρατάει χαμηλούς τόνους. «Νομίζω ότι η Αθήνα εξακολουθεί να μην εκμεταλλεύεται τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα. Είναι η μοναδική ευρωπαϊκή πρωτεύουσα με παραλιακό μέτωπο δεκάδων χιλιομέτρων και πρόσβαση σε υπέροχα νησιά μέσα σε μία ή δύο ώρες». Ο Γιάννης Ρέτσος θεωρεί ως σημείο καμπής για την Αττική την έναρξη των έργων στο Ελληνικό, διαβάζει με ικανοποίηση τα θετικά νούμερα των τελευταίων ετών, αλλά δεν του αρκούν. «Για μένα πιο σημαντικές είναι οι στρατηγικές τοποθετήσεις μεγάλων παικτών της διεθνούς αγοράς στην Αθήνα, που δείχνουν εμπιστοσύνη και προοπτική». Αναφέρεται στην απόφαση της Four Seasons να πατήσει επιτέλους πόδι στην ελληνική αγορά (μέσω της επένδυσης στον Αστέρα της Βουλιαγμένης), στην επιστροφή της Marriott, αλλά και στο άνοιγμα του πρώτου Grand Hyatt στη χώρα. «Αλλά πρέπει την ίδια στιγμή να δούμε τα ανοιχτά μας μέτωπα», λέει ο Γιάννης Ρέτσος. «Να δούμε την εικόνα του Πειραιά στο λιμάνι, το γεγονός ότι δεν έχουμε ακόμα ένα μητροπολιτικό συνεδριακό κέντρο, να δούμε το έλλειμμα στις δημόσιες επενδύσεις, να δούμε την απαξία του δημόσιου χώρου στην Αθήνα. Δεν μπορούμε να είμαστε ευχαριστημένοι όταν η Αθήνα περνάει στον διεθνή Τύπο μέσα από το cult της παρακμής και της κρίσης».

Συνύπαρξη αρχαιοτήτων και τουριστικών υποδομών στην πλαζ του Αστέρα Βουλιαγμένης. © Shutterstock

athens_places_to_go_adv15_3

Ο «κλασικός» Βάρσος στην Κηφισιά. © Andrea Wyner/The New York Times

athens_rejuvenation_adv24_9

Η αυλή του «six d.o.g.s.» στην οδό Αβραμιώτου. © Andrea Wyner/The New York Times

Πηγή