Η Ελίζα Σόρογκα φέρνει τις γιαγιάδες της Ηπείρου στο Φεστιβάλ Αθηνών

Τι «είδε» μια κάτοικος Λονδίνου στην οροσειρά Μουργκάνα της Ηπείρου και τι κατέγραψε στο ντοκιμαντέρ «Ρίζες»

Από τον Στέφανο Τσιτσόπουλο

Περφόρμερ, βίντεο άρτιστ και πάντα στην κόψη των παραστατικών τεχνών, η Ελίζα Σόρογκα είναι μια διεθνής παρουσία: τον Μάρτιο του 2017 η περφόρμανς της «Women in Agony» κέρδισε το πρώτο βραβείο σύγχρονης τέχνης στον 11ο παγκόσμιο διαγωνισμό Arte Laguna Prize στη Βενετία. Άπατρις; Πολίτης δηλαδή ενός κόσμου χωρίς σταθερή εστία, με μόνη αναφορά το πλανόδιο της ύπαρξης, όπου το καλεί η εργασία και το επόμενο φεστιβάλ που θα αναδείξει την τέχνη της; Κάθε άλλο. Απεναντίας: ζώντας στο Λονδίνο τα τελευταία έξι χρόνια, η Σόρογκα ένιωσε την ανάγκη να επιστρέψει. Στην οροσειρά Μουργκάνα της Ηπείρου, από όπου κρατά και η καταγωγή της. Στις ρίζες της.

Σε μια εποχή σύγχυσης των ταυτοτήτων, καθώς η παγκοσμιοποίηση γεννά πλέον νέες γενιές ανθρώπων με πολυδιάστατα πολιτισμικά βάρη, η Σόρογκα με τις «Ρίζες» καταθέτει ένα ντοκιμαντέρ που αποτυπώνει την καθημερινότητα των ηλικιωμένων γυναικών της Ηπείρου, με τις οποίες εννοείται πως έζησε μαζί τους και αυτή. Οι «Ρίζες» είναι μια παράσταση που, πέρα από την κινηματογραφική αφήγηση του πρώτου μέρους, θα φέρουν στην Αθήνα και ολοζώντανο το ηπειρωτικό πολυφωνικό τραγούδι, μιας και στο δεύτερο σκέλος τους οι πεντατονικές κλίμακες θα καταλάβουν τη σκηνή. Ήχοι και τραγούδια βιωματικά, για να ολοκληρωθούν οι «Ρίζες»: Ένα ντοκιμαντέρ-περφόρμανς, ύμνος στην εσωτερική γυναικεία δύναμη. Όπως επιβιώνει στην παραμεθόριο αλλά και την υπερόριο Ήπειρο, όπως βιώνει τον χρόνο και τον τόπο, αρνούμενη να εγκαταλείψει την εστία. Μιλήσαμε μαζί της, προκειμένου να μπούμε στο κλίμα όλης αυτής της «εκδρομής» που θα κάνει η Ήπειρος στο άστυ, καλεσμένη του Φεστιβάλ Αθηνών, αλλά και εμείς εκεί, ως θεατές μιας παράστασης κι ενός ολοένα και περισσότερο ρευστού κόσμου, που όμως κάποια «σημεία» του παραμένουν αμετάβλητα.

Είμαστε όλοι πλασμένοι για έναν τόπο;
Οι γυναίκες του «Ρίζες» δεν εγκατέλειψαν ποτέ την πατρική γη τους. Κρατούν ζωντανή την παράδοση και την κουλτούρα της Ηπείρου, αρνούμενες να μετακινηθούν σε άλλα αστικά περιβάλλοντα, ίσως πιο ασφαλή για τα γηρατειά τους, υπό την έννοια δηλαδή να «μεταφερθούν» εκεί όπου τα ξενιτεμένα τους παιδιά μπορούν να τις φροντίσουν περισσότερο.

Εσύ, που κατάγεσαι μεν από τα ίδια μέρη, μα περισσότερο ζεις σαν πλάνητας – ταξιδιώτης – νομάς, πώς εξηγείς αυτήν τους την «εμμονή»;
Όταν ανεβήκαμε στα χωριά της οροσειράς της Μουργκάνας, μαζί με την Αίγλη Δράκου, διευθύντρια φωτογραφίας, για το ρεπεράζ του ντοκιμαντέρ, στην ερώτηση αυτή οι γυναίκες μάς απάντησαν απλά: «Και πού να πάμε;». Μετά σιγή, κάποιες φορές και ένα χαμόγελο, σχεδόν παιδικό. Οι αιωνόβιες γιαγιάδες της Μουργκάνας ζουν εκεί επειδή απλά αυτό είναι το σπίτι τους, εκεί γεννήθηκαν, εκεί έκαναν οικογένεια και εκεί θα αφήσουν την τελευταία τους πνοή. Με έκανε να νιώσω και κάπως αφελής που ρώτησα, ανοίχτηκε ξαφνικά ένας κόσμος άγνωστος για μένα και μου γέννησε την περιέργεια να συνεχίσω να τον ερευνώ. Σημειωτέον ότι σε κάποια από αυτά τα χωριά, τα σπίτια απέχουν ακόμη και μισό χιλιόμετρο μεταξύ τους.

Photo: Aigli Drakou

Προβολή στο μέλλον: σε βλέπεις, κάποτε, να «ριζώνεις» κι εσύ σε ένα «κάπου», αρνούμενη πλέον να μετακινηθείς για οπουδήποτε; Μια γη όπου όλες οι ανάγκες σου θα είναι υπέρ-καλυμμένες; Γιατί θεωρώ πως οι γυναίκες του έργου σου, ποτέ τους δεν κατατρύχονταν από ανάγκη μετακίνησης. Είναι, επομένως, και βαθιά υπαρξιακό και μεταφυσικό το πόσο μακριά ή πόσο κοντά θα διακτινιστείς από τον τόπο που γεννήθηκες; Εξαιρώ εννοείται τον πρόσφυγα του πολέμου ή τον οικονομικό μετανάστη…
Έχει αυτοβιογραφικό ενδιαφέρον το γεγονός ότι αυτή η έρευνα που εξελίχθηκε στο ντοκιμαντέρ και περφόρμανς «Ρίζες» αποτέλεσε λόγο να επιστρέψω στην Ελλάδα για να υλοποιήσω το έργο στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου 2018. Ζούσα έξι χρόνια στο Λονδίνο, πριν στο Παρίσι και τώρα για πρώτη φορά θα παραμείνω εδώ για λίγο καιρό απαραίτητο, ώστε να πραγματοποιηθούν τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ στα χωριά και να χτιστεί σιγά-σιγά η ζωντανή παράσταση με τη βοήθεια των συντελεστών παραγωγής. Δεν γνωρίζω εάν θα ρίζωνα κάπου για πάντα με τους όρους που το θέτεις, το μόνο που ξέρω είναι πως ριζώνουμε καλύτερα εκεί που φωλιάζουν οι μνήμες των παιδικών μας χρόνων.

Απομακρυσμένα περιβάλλοντα, όπως αυτό της Ηπείρου, όπου κατοικούν οι ηρωίδες σου, απαιτούν δύναμη για να αντέξεις. Η άγρια φύση, η μοναξιά, ο κάματος της αγροτικής ζωής αλλά και η αποκοπή από τον έξω κόσμο, δεν είναι φιλικά προς όλους. Και σε μια εποχή όπου λόγω κρίσης η μισή Αθήνα συζητά σοβαρά «αλλαγή» περιβάλλοντος προς κάτι σε πιο «ερημιά», θεωρώντας πως θα βρει τα πράγματα πιο εύκολα, τι θα τη συμβούλευες, μετά και την εμπειρία παραμονής σου εκεί, μαζί με αυτές τις γυναίκες; 
Σε μια εποχή που αρκεί ένα καλό σήμα WIFI για να συνεχίσει κάποιος να δουλεύει online από οπουδήποτε, μπορεί πιο εύκολα να πάρει την απόφαση να φύγει για απομακρυσμένες περιοχές. Αποκέντρωση χρειάζεται σίγουρα. Απλώς έχει ενδιαφέρον, και αυτό το ξέρω από κάποια ερημικά νησιά στην Ελλάδα, ότι οι μόνιμοι κάτοικοι παρακολουθούν περισσότερο τηλεόραση και συγκρίνονται με τους «επιτυχημένους» ανθρώπους της πόλης. Έχουν αυξηθεί οι συνταγογραφήσεις για τα αντικαταθλιπτικά χάπια, «έρχονται σε πάκους», μας είπε κάποτε ένας ψαράς. Νομίζω πως, μόλις ξεπεράσουμε τη ματαιότητα, σίγουρα θα είναι πιο εύκολο να μετακινηθούμε σε πιο ερημικούς τόπους. Έτσι κι αλλιώς, σε μεταφυσική πλέον σφαίρα, ας μου επιτραπεί μια παραπομπή του ποιητή Τάσου Λειβαδίτη: «Γιατί η ζωή είναι αλλού και εμείς εδώ περιπλανόμαστε χαμένοι».

Στην Ήπειρο, φύση, ασχολίες, άνθρωποι, ήχοι και συνήθειες, μοιάζουν απόλυτα εναρμονισμένοι σ’ ένα «όλον»: μεταφέρεις άλλωστε στο δεύτερο σκέλος της παράστασής σου και τα πολυφωνικά γυναικεία καραβάνια Άνω Δερόπολης και Χαονίας προκειμένου να τραγουδήσουν ζωντανά. Αναρωτιέμαι: Πόσο μπορεί η ηπειρωτική μουσική να αντιλαλήσει την αλήθεια της στο άστυ; Αποκομμένη, δηλαδή, από τον φυσικό της περίγυρο…
Δεν πιστεύω ότι το Ηπειρώτικο Πολυφωνικό τραγούδι αντηχεί αποκομμένο στην Αθήνα. Θα αντηχούσε σίγουρα περίεργα, για παράδειγμα, στο Λονδίνο. Οι συγγενείς μου, στα γλέντια τους, οι παππούδες μου, τραγουδούσαν πολυφωνικά τραγούδια κι ας είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στην Αθήνα από μικρά παιδιά. Στην παράσταση «Ρίζες» συμμετέχουν οι «Κυράδες της Άνω Δερόπολης», γυναικείο πολυφωνικό σύνολο της ύστατης γενιάς βιωματικών ερμηνευτών του Ηπειρώτικου Πολυφωνικού Τραγουδιού που κατοικούν και τραγουδούν μόνιμα στην Άνω Δερόπολη. Συμμετέχει επίσης το πολυβραβευμένο πολυφωνικό σχήμα της νεότερης γενιάς «Χαονία» μαζί με δύο «Ισοκράτισσες», που δίχως δεσμευτικούς όρους καταγωγής, διαρκώς ανανεώνει τη σύνθεσή του και σκοπό του έχει τη διάδοση του πολυφωνικού τραγουδιού στις πόλεις. Το ντοκιμαντέρ «Ρίζες» γεφυρώνει τη ζωντανή παράσταση με τον φυσικό της τόπο, με σκοπό να εντάξει χωροχρονικά τον θεατή στα απομακρυσμένα χωριά της Ηπείρου.

Υπάρχει κάτι το αυτοβιογραφικό, όχι μόνο σε αυτή τη δουλειά σου, αλλά γενικότερα στο καλλιτεχνικό σου Zeitgeist, εκ του οποίου πηγάζουν τα έργα σου; Ή πρόκειται περί κάποιων ιδεών που άλλοτε εμπεριέχουν το προσωπικό, άλλοτε πάλι όχι, και απλώς αναπαριστούν τον κόσμο με σκέτα εργαλεία της μακρόθεν ή κάπως εγγύτερης αλλά όχι τόσο κοντινής παρατήρησης;
Πιστεύω πως οι ιδέες είναι άπειρες και αιωρούνται γύρω μας. Άμα συντονιστείς με τη συχνότητά τους, μπορείς να τις «συλλάβεις». Προϋπόθεση όμως είναι να έχεις κάνει όλη την απαραίτητη προεργασία για να είσαι έτοιμος να τις δεχτείς. Μια αφορμή αρκεί: μια τυχαία συνομιλία αγνώστων, ένα κείμενο που διάβασες, ένα διαρκές συναίσθημα ή συνεχές αναπάντητο ερώτημα βοηθάει για να τις πλησιάσεις. Από τη στιγμή που τις έχεις «συλλάβει», πρέπει να δεις πρώτα εάν τις έχει εντοπίσει κάποιος άλλος πριν από εσένα. Εάν όχι, τότε, εφόσον σου αρέσουν πολύ, πρέπει να τις εντάξεις στην καθημερινότητά σου, να τις μελετάς, να τις αναπτύσσεις και να τις αγαπάς. Και αυτές ανθίζουν. Και όταν ανθίσουν αρκετά, τότε μπορείς πλέον να τις μοιραστείς. Μα όταν φτάσει η στιγμή να ανοίξουν οι πόρτες της παράστασης για το κοινό, τότε είναι που θα πρέπει να τις αφήσεις να φύγουν από σένα και να πάρουν τον δικό τους δρόμο.

Info: Ντοκιμαντέρ & Περφόρμανς «ΡΙΖΕΣ» της Ελίζας Σόρογκα – «Ένας ύμνος στη γυναικεία δύναμη, έκφραση και παράδοση» // Με τους πολυφωνικούς ομίλους «Κυράδες της Άνω Δερόπολης», «Χαονία» και «Ισοκράτισσες» // Σάββατο 7, Κυριακή 8 και Δευτέρα 9 Ιουλίου 2018 ώρα 21.00, Οδός Πειραιώς 260, Αίθουσα Β, Αθήνα // Η προπώληση ξεκίνησε, για περισσότερες πληροφορίες επισκεφθείτε την ιστοσελίδα: greekfestival.gr/gr/events/view/eliza-sorogka-2018www.elizasoroga.com/

Πηγή