Ο γοητευτικός λαβύρινθος του Κορτάσαρ

Από τον Αναστάση Βιστωνίτη

Το «δαιμονικό» μυθιστόρημα που στην ουσία είναι δύο βιβλία σε ένα και αποτελεί το magnum opus του συγγραφέα

Χούλιο Κορτάσαρ
Κουτσό

Μετάφραση Αχιλλέας Κυριακίδης
Εκδόσεις opera, 2018
σελ. 800, τιμή 23,32 ευρώ

«Κανένας δεν μπορεί να αφηγηθεί την πλοκή ενός αφηγήματος του Κορτάσαρ… Αν επιχειρήσουμε να το συνοψίσουμε, θα διαπιστώσουμε πως κάτι πολύτιμο έχει χαθεί» έλεγε ο Χόρχε Λουίς Μπόρχες. Αν αυτό ισχύει μία φορά για οποιοδήποτε αφήγημα του Κορτάσαρ, τότε ισχύει δέκα φορές για το magnum opus του, το Κουτσό, ένα «δαιμονικό» βιβλίο που κυκλοφορεί σε νέα («δαιμονική» και αυτή) μετάφραση του Αχιλλέα Κυριακίδη.

   Η δυσκολία να συνοψίσει κανείς την πλοκή του Κουτσού οφείλεται στο ότι η πλοκή εδώ δεν είναι όπως αυτή που έχουμε συνηθίσει στις γραμμικές αφηγήσεις. Για τούτο και αν ο αναγνώστης παραλείψει κατά την ανάγνωση κάποιες σελίδες προκειμένου να δει τι θα γίνει παρακάτω, θα είναι σαν να μην έχει μπει ποτέ στον περίπλοκο – και περίτεχνο – λαβύρινθο που έχει στήσει ο Κορτάσαρ. Το Κουτσό απαιτεί την απόλυτη ανάγνωση, όπως αντίστοιχα και οι δύο «πρόγονοί» του: ο Οδυσσέας του Τζόις και ο Τρίστραμ Σάντι του Λόρενς Στερν.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη και αποτελείται από 155 κεφάλαια. Το πρώτο φέρει τον τίτλο «Από την εκεί μεριά» και ο τόπος των όσων συμβαίνουν είναι το Παρίσι. Το δεύτερο μέρος τιτλοφορείται «Από την εδώ μεριά» και μας μεταφέρει στο Μπουένος Αϊρες.
Στο Παρίσι οι δύο κύριοι χαρακτήρες είναι ο Οράσιο Ολιβέιρα και η ερωμένη του Μάγα. Βρισκόμαστε στα τέλη της δεκαετίας του 1950 στην πόλη των μποέμ. Ο Ολιβέιρα είναι διανοούμενος της εποχής, ενώ η Μάγα δεν είναι. Συναναστρέφονται με άλλους διανοούμενους και καλλιτέχνες που αποτελούν την αποκαλούμενη Λέσχη του Φιδιού.
Η Μάγα έχει έναν γιο, τον Ροκεμαδούρ, που πεθαίνει και τότε εκείνη εξαφανίζεται. Ο Ολιβέιρα την αναζητεί παντού και κάποια στιγμή εγκαταλείπει το Παρίσι και μεταβαίνει στη Λατινική Αμερική, με την ελπίδα να τη συναντήσει εκεί. Στο Μπουένος Αϊρες συναντά ένα άλλο ζευγάρι: τον παλιό του φίλο Τράβελερ και τη σύζυγό του Ταλίτα. Ο Τράβελερ του βρίσκει δουλειά σε ένα τσίρκο όπου εργάζεται κι ο ίδιος μαζί με την Ταλίτα. Ο ιδιοκτήτης του τσίρκου κάποια στιγμή το πουλά και αγοράζει μια κλινική για ψυχασθενείς, στην οποία προσλαμβάνονται και οι τρεις τους.

Τα όσα συμβαίνουν εκεί είναι εξόχως ενδιαφέροντα. Κυρίως το πώς από ένα σημείο κι έπειτα η Ταλίτα αρχίζει να λειτουργεί για τον Ολιβέιρα σαν ένα είδος υποκατάστατου της Μάγα. Η σκηνή όμως που έχει κομβική σημασία για το μυθιστόρημα είναι εκείνη όπου ο Ολιβέιρα βλέπει από το παράθυρό του τη Μάγα να παίζει κουτσό στον περίβολο της κλινικής.

Το πώς τελειώνει και το δεύτερο μέρος του μυθιστορήματος δεν θα το αποκαλύψω. Ούτως ή άλλως για ένα πολυφωνικό και ανοιχτό ταυτοχρόνως βιβλίο, όπως το Κουτσό, αυτό έχει δευτερεύουσα σημασία. Γιατί εδώ ολοκληρώνεται η ας πούμε συμβατική αφήγηση και ακολουθεί το τρίτο μέρος, που έχει τίτλο «Από άλλες μεριές» και τον ειρωνικό υπότιτλο «Παραβλέψιμα κεφάλαια». Πώς μπορεί όμως να παραβλέψει ο αναγνώστης 102 κεφάλαια τα οποία καλύπτουν 250 σελίδες;
Δύο βιβλία σε ένα
Ας πάμε λοιπόν στην αρχή του βιβλίου, στον Πίνακα οδηγιών, όπου διαβάζουμε:
«Αυτό το βιβλίο είναι, με τον τρόπο του, πολλά βιβλία, αλλά κυρίως είναι δύο βιβλία. Ο αναγνώστης καλείται να διαλέξει μία από τις ακόλουθες δυνατότητες:

Το πρώτο βιβλίο μπορεί να διαβαστεί κατά σειράν, και τελειώνει στο Κεφάλαιο 56, κάτω από το οποίο υπάρχουν τρία χαριτωμένα αστεράκια που αντιστοιχούν στη λέξη Τέλος. Ο αναγνώστης μπορεί να παραλείψει δίχως τύψεις ό,τι έπεται.

Το δεύτερο βιβλίο ο αναγνώστης μπορεί να αρχίσει να το διαβάζει από το Κεφάλαιο 73, και μετά να ακολουθήσει τη σειρά που υποδεικνύεται κάτω από κάθε κεφάλαιο»
.
Οσοι δεν γνωρίζουν πώς παίζεται το κουτσό, πριν μπουν στον γοητευτικό λαβύρινθο του Κορτάσαρ και αρχίσουν να διαβάζουν το μυθιστόρημα, καλό είναι να μάθουν τι είναι το παιχνίδι.
Οι δύο τρόποι ανάγνωσης που προτείνει ο συγγραφέας φαντάζουν εξίσου γοητευτικοί, μολονότι η αναγνωστική εμπειρία είναι κάθε φορά διαφορετική. Αν μείνει κανείς μόνο στον πρώτο τρόπο, τότε το Κουτσό θα μοιάζει με βιβλίο κομμένο στα δύο – που δεν είναι.
Νομίζω ότι το μυθιστόρημα θα πρέπει να διαβαστεί και ως γραμμική αφήγηση και ως συναρπαστικό παιχνίδι.
Το τρίτο μέρος περιέχει αποσπάσματα από κείμενα άλλων συγγραφέων, όπως λ.χ. από το μυθιστόρημα Κάτω από το ηφαίστειο του Μάλκολμ Λόουρι, από τον Γκομπρόβιτς, από ποιήματα του Φερλινγκέτι και του Οκτάβιο Πας, από πραγματικές ή φανταστικές ειδήσεις εφημερίδων (που μας θυμίζουν κάπως το USA του Ντος Πάσος) κ.ά. Δεν πρόκειται για «ανασκολοπισμό» της κουλτούρας, φυσικά. Τα παραθέματα λειτουργούν ως σχόλια ή γέφυρες της αφήγησης και κατά προέκταση ως σημειακές αναφορές στην ψυχολογία των προσώπων και στο περιβάλλον της εποχής.

Παιχνίδι απολύτως σοβαρό

Ο Κορτάσαρ αξιοποιεί θαυμάσια την ιδέα που είχαν οι υπερρεαλιστές ότι μόνο στο παιχνίδι υπάρχει απόλυτη σοβαρότητα. Σε τούτο το απίστευτο «λογοτεχνικό κουτσό» (θυμίζω ότι στο παιχνίδι αποτελείται από δέκα ίσα τετράγωνα) η Μάγα εξαφανίζεται στο τρίτο τετράγωνο – γι’ αυτό και για μερικούς, αφού φεύγει τόσο νωρίς, αντιπροσωπεύει την ελευθερία.
Για το Κουτσό έχουν γραφτεί πλήθος κείμενα. Αναπόφευκτο, αφού από πλευράς σύλληψης και σύνθεσης λειτουργεί εύκολα σαν λούνα παρκ του συγκριτολόγου. Ως και υπερκείμενο(hypertext) έχει χαρακτηριστεί, μολονότι ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1965, δύο χρόνια μετά την έκδοση του Κουτσού.
Ειπώθηκε ακόμα πως συνιστά ένα είδος μεγάλου σταυρόλεξου που περιέχει πλήθος μικρότερα. Οπως κι αν το χαρακτηρίσει κανείς, είναι ένα σπουδαίο μυθιστόρημα, από τα κορυφαία του Μεταπολέμου. Αποδεικνύει επιπλέον ότι το είδος είχε περιθώρια ανάπτυξης και μετά τον Οδυσσέα του Τζόις.
Ο Αχιλλέας Κυριακίδης είχε να παλέψει με ένα απίστευτα δύσκολο κείμενο γεμάτο γλωσσικές και εκφραστικές παγίδες. Και παρά τις αδιαμφισβήτητες ικανότητες και την αξία του, δεν ξέρω αν θα μπορούσε να τα καταφέρει τόσο καλά αν δεν ήταν παθιασμένος με τη λατινοαμερικανική λογοτεχνία. Η μετάφρασή του είναι θαυμάσια και τα γλωσσικά του ευρήματα εντυπωσιακά. Προς τιμήν του αφιερώνει τη μετάφρασή του στον Κώστα Κουντούρη, τον πρώτο μεταφραστή του Κουτσού, και στη μνήμη της Εφης Καλλιφατίδη.