5 ποιήματα για την Άνοιξη

«Να κριθεί κάθε Άνοιξη από τη χαρά της». Υμνούμε την Άνοιξη μαζί με τους ποιητές μας

Ἀστεροσκοπεῖο – Μίλτος Σαχτούρης

Διαρρῆχτες τοῦ ἥλιου
δεν εἶδαν ποτέ τους πράσινο κλωνάρι
δεν ἄγγιξαν φλογισμένο στόμα
δεν ξέρουν τί χρῶμα ἔχει ὁ οὐρανος

Σε σκοτεινα δωμάτια κλεισμένοι
δεν ξέρουν ἂν θα πεθάνουν, παραμονεύουν
με μαῦρες μάσκες και βαρια τηλεσκόπια
με τ᾿ ἄστρα στην τσέπη τους βρωμισμένα με ψίχουλα
με τις πέτρες τῶν δειλῶν στα χέρια
παραμονεύου  σ᾿ ἄλλους πλανῆτες το φῶς. Να πεθάνουν

Να κριθεῖ κάθε Ἄνοιξη ἀπο τη χαρά της
ἀπο το χρῶμα του το κάθε λουλούδι
ἀπο το χάδι του το κάθε χέρι
ἀπ᾿ τ᾿ ἀνατρίχιασμά του το κάθε φιλι

Ἕνα ἔρημο ἄνθος – Νίκος Καροῦζος

Βαθύτερο ἀπ᾿ την ἀγάπη και την ταραχη
που φέρνει μέσ᾿ στο στῆθος ἡ ἐπιθυμία
ζεῖ στὸ θαλάσσιο βράχο ἕν᾿ ἄνθος ὁλομόναχο.
Ποια φωνη το κυρίεψε και μοιάζει σαν να δείχνει
την ἄγνωστη γαλήνη με μικρα χρώματα…
Εἶναι βγαλμένο στους κινδύνους τῆς χαρᾶς
ἀμέριμνο σαν ἰδέα.

Όταν μιαν άνοιξη – Μανόλης Αναγνωστάκης

Όταν μιαν άνοιξη χαμογελάσει
θα ντυθείς μια καινούργια φορεσιά
και θα ‘ρθεις να σφίξεις τα χέρια μου παλιέ μου φίλε

Κι ίσως κανείς δε σε προσμένει να γυρίσεις
μα εγώ νιώθω τους χτύπους της καρδιάς σου
κι ένα άνθος φυτρωμένο στην ώριμη,
πικραμένη σου μνήμη

Κάποιο τρένο, τη νύχτα, σφυρίζοντας,
ή ένα πλοίο, μακρινό κι απροσδόκητο
θα σε φέρει μαζί με τη νιότη μας
και τα όνειρά μας

Κι ίσως τίποτα, αλήθεια, δεν ξέχασες
μα ο γυρισμός πάντα αξίζει περισσότερο
από κάθε μου αγάπη κι αγάπη σου
παλιέ μου φίλε

Άνοιξη – Κώστας Καρυωτάκης

Έφτασ’ η ώρια Άνοιξη -το λεν τα χελιδόνια-
κι ο σκυθρωπός Χειμώνας εκίνησε να φύγει·
του στέλνει κείνη λούλουδα, αυτός της ρίχνει χιόνια,
και με τ’ αθώο γέλιο της τα δάκρυά του σμίγει.

Στο γαλανό παλάτι του ο Φοίβος τριγυρίζει
και, χύνοντας, αφόβιστα ολόχρυσες αχτίδες,
σ’ ό,τι στο δρόμο του βρεθεί το χρώμα του χαρίζει
κι αφήνει πίσω του χαρά και άσβεστες ελπίδες.

Τα δέντρα πρασινίσανε και γιόμισαν λουλούδια·
του πιστικού ακούγεται η γέρικη φλογέρα
να σιγολέει άφταστα κάθε πρωί τραγούδια,
και τα πουλιά να κελαηδούν τον ύμνο τους στη μέρα.

Παντού ξεχύνετ’ η χαρά. Μόνον εσύ, μικρή μου,
βλέπεις τις τόσες ομορφιές με μάτια δακρυσμένα.
Έλα να βρεις παρηγοριά στ’ ολόθερμο φιλί μου!
Επρόβαλε η Άνοιξη! Ξέχνα τα περασμένα!

Ἄνοιξη μ.Χ. – Γιῶργος Σεφέρης

Πάλι με την ἄνοιξη
φόρεσε χρώματα ἀνοιχτα
και με περπάτημα ἀλαφρυ
πάλι με την ἄνοιξη
πάλι το καλοκαίρι χαμογελοῦσε.

Μέσα στους φρέσκους ροδαμούς
στῆθος γυμνο ὡς τις φλέβες
πέρα ἀπ᾿ τη νύχτα τη στεγνη
πέρα ἀπ᾿ τους ἄσπρους γέροντες
που συζητοῦσαν σιγανα
τί θά ῾τανε καλύτερο
να παραδώσουν τα κλειδια
ἢ να τραβήξουν το σκοινι
να κρεμαστοῦνε στη θηλια
ν᾿ ἀφήσουν ἄδεια σώματα
κεῖ που οἱ ψυχες δεν ἄντεχαν
ἐκεῖ που ὁ νοῦς δεν πρόφταινε
και λύγιζαν τα γόνατα.

Με τους καινούργιους ροδαμούς
οἱ γέροντες ἀστόχησαν
κι ὅλα τα παραδώσανε
ἀγγόνια και δισέγγονα
και τα χωράφια τα βαθια 
και τα βουνα τα πράσινα
και την ἀγάπη και το βιός 
τη σπλάχνιση και τη σκεπη
και ποταμους και θάλασσα
και φύγαν σαν ἀγάλματα
κι ἄφησαν πίσω τους σιγη
που δεν την ἔκοψε σπαθι
που δεν την πῆρε καλπασμός
μήτε ἡ φωνη τῶν ἄγουρων
κι ἦρθε ἡ μεγάλη μοναξια 
κι ἦρθε ἡ μεγάλη στέρηση
μαζι μ᾿ αὐτη την ἄνοιξη
καὶ κάθισε κι ἀπλώθηκε
ὡσαν την πάχνη τῆς αὐγῆς
και πιάστη ἀπ᾿ τ᾿ ἀψηλα κλαδια
μέσ᾿ ἀπ᾿ τα δέντρα γλίστρησε
και την ψυχή μας τύλιξε.

Μα ἐκείνη χαμογέλασε
φορώντας χρώματα ἀνοιχτα
σαν ἀνθισμένη ἀμυγδαλια
μέσα σε φλόγες κίτρινες
και περπατοῦσε ἀνάλαφρα
ἀνοίγοντας παράθυρα
στον οὐρανο που χαίρονταν
χωρις ἐμᾶς τους ἄμοιρους.
Κι εἶδα το στῆθος της γυμνο
τη μέση και το γόνατο
πῶς βγαίνει ἀπο την παιδωμη
να πάει στα ἐπουράνια
ὁ μάρτυρας ἀνέγγιχτος
ἀνέγγιχτος καὶ καθαρός,
ἔξω ἀπ᾿ τα ψιθυρίσματα
τοῦ λαοῦ τ᾿ ἀξεδιάλυτα
στον τσίρκο τον ἀπέραντο
ἔξω ἀπ᾿ τὸ μαῦρο μορφασμο
τὸν ἱδρωμένο τράχηλο
τοῦ δήμιου π᾿ ἀγανάχτησε
χτυπώντας ἀνωφέλευτα.

Ἔγινε λίμνη ἡ μοναξι
ἔγινε λίμνη ἡ στέρηση
ἀνέγγιχτη κι ἀχάραχτη.

Πηγή