Σχολική επίδοση και νοητική ικανότητα: Ο μυθικός υπολογισμός της ευφυΐας

Οι απόψεις για την ευφυΐα αφορμώνται και καταλήγουν υπό μια κυκλική και αέναη διαδικασία στην επισφράγιση και διαιώνιση της θεωρίας του κοινωνικού δαρβινισμού, όπου ο ισχυρότερος και ο ικανότερος πρέπει να επιβιώνει και να ευημερεί στην κοινωνία, ενώ ο αδύναμος και ο ανίκανος ή μη προσαρμοσμένος πρέπει να αφήνεται στην εξαφάνισή του. Παράλληλα, συνηγορεί στην εγκαθίδρυση του δόγματος της ευγονικής που είχε σκοπό να «βελτιώσει τη φυλή» (δηλαδή την ανώτερη φυλή), ενθαρρύνοντας την αναπαραγωγή των πιο προικισμένων ατόμων, αλλά αποθαρρύνοντας συνάμα αυτή των λιγότερο ικανών.

Ωστόσο, στην πραγματικότητα οι δοκιμασίες νοημοσύνης δεν αποτελούν εγγενείς ικανότητες. Ουσιαστικά μετρούν ορισμένες ικανότητες κοινωνικά καθορισμένες που κατακτιούνται με την εμπειρία. Εξάλλου, οι δυνατότητες εξελίσσονται και προσαρμόζονται στο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον. Η ανθρώπινη νόηση είναι αγνώστου διαμετρήματος και αναπτύσσεται με την πρακτική άσκησή της. Οι δοκιμασίες, λοιπόν, αυτές είναι εργαλεία κατασκευασμένα με βάση τα κοινωνικά κριτήρια επιτυχίας και οι κοινωνικά και πολιτισμικά καθορισμένες αξίες φασκιώνουν στα σπάργανά τους και καθορίζουν την αποτελεσματικότητα των IQ τεστς, γεγονός που τα καθιστά αυτόματα μη αντικειμενικούς μετρητές. Ως εκ τούτου, ουκ ολίγες φορές κατακρίθηκαν (και όχι άδικα) για ρατσισμό, ταξικό διαχωρισμό και πολιτικό οπλοστάσιο.

Στην Κοινωνιολογία, η ευφυΐα αποτελεί απότοκο του μορφωτικού και πολτισμικού κεφαλαίου των ανθρώπων, επομένως επηρεάζεται από τη μόρφωση και την εκπαίδευση. Η κοινωνική ανισότητα ευθύνεται για την άνιση κατανομή της. Επομένως, τα άτομα που δεν χαίρουν οικονομικής, κοινωνικής, μορφωτικής ευμάρειας και εξέλιξης, δεν δύνανται να βελτιώνουν τις επιδόσεις ευφυΐας το ίδιο εύκολα, συγκριτικά με τους πιο προνομιούχους.

Παλαιότερα, πρυτάνευε η ρατσιστική θεωρία που υπαγόρευε ότι η γενική γνωστική ικανότητα είναι ουσιαστικά ένα κληρονομικό χαρακτηριστικό, το οποίο καθορίζεται κατά μείζονα λόγο από γενετικούς παράγοντες σε βαθμό 80 % και μόλις το 20% από περιβαλλοντικές συνθήκες. Κορωνίδα, μάλιστα, της θεωρίας αποτέλεσε ότι η συσσωρευτική μάθηση ή η ικανότητα απομνημόνευσης κατανέμεται μεν εξίσου μεταξύ των φυλών, αλλά η εννοιολογική μάθηση, δηλαδή η ικανότητα αφομοίωσης και επεξεργασίας εισροών και προσλαμβανουσών, της σύνθεσης και επίλυσης προβλημάτων εμφανίζεται με πολύ μεγαλύτερη συχνότητα στα λευκά παρά στα υπόλοιπα. Επομένως, στηλίτευε τη μαύρη φυλή με το στίγμα της «έμφυτης νοητικής ανεπάρκειας». 

Στον αντίποδα αυτής της πεποίθησης, βρέθηκε ο Αμερικανός γλωσσολόγος, William Labov, που διατάθηκε ότι η γλωσσική ικανότητα μετριέται με γραμματικούς και συντακτικούς κανόνες της επίσημης γλώσσας της χώρας υποδοχής κι έτσι οι μαύροι και τα κατώτερα στρώματα φαίνονται γλωσσικά ανεπαρκείς. Αυτό οφείλεται στα διαφορετικά ερεθίσματα από την οικογένεια, μιας και δεν αφουγκράζονται φράσεις γραμματικοσυντακτικά ορθές και άρτιες, αλλά και στο γεγονός ότι δε χρησιμοποιούν αφηρημένες έννοιες και έχουν περιορισμένο λεξιλόγιο, μιας και ο λόγος τους είναι πιο συγκεκριμένος.

Η αξιολόγηση της ευφυΐας είναι ριζωμένη παραδοσιακά στον άνθρωπο. Οι θεωρίες αυτές περί κληρονομικότητας διαδίδονται γιατί απενοχοποιούν τους προνομιούχους με επιστημονικοφανή επιχειρήματα, καθώς στρέφονται κατά των μειονοτήτων, της μειοψηφίας και των κατώτερων ομάδων. Στην πραγματικότητα οι γλωσσικές αποκλίσεις συνθέτουν ένα διαφορετικό γλωσσικό μωσαϊκό με κανόνες συντακτικούς και λεξιλόγιο δικό τους. Έτσι, κάθε ανθρώπινο γλωσσικό σύστημα είναι αποτελεσματικό και κάθε γλώσσα εκφράζει οποιαδήποτε έννοια, απλά με διαφορετικό υπόβαθρο• δεν υπάρχουν ανώτερες και κατώτερες γλώσσες ή «νοημοσύνες» και όποιος/α αξιολογεί τις μειονότητες ως «φύσει» ανεπαρκείς, αδιαμφισβήτητα αγνοεί τη σύγχρονη επιστήμη.

Πηγή