«Carol» από την Κινηματογραφική Λέσχη Πρέβεζας

Η Κινηματογραφική Λέσχη Πρέβεζας σας εύχεται καλή χρονιά 2018 και συνεχίζει τις προβολές της κάθε Πέμπτη στις 9 στο Πολιτιστικό Κέντρο Δήμου Πρέβεζας την Πέμπτη 28 Δεκεμβρίου θα προβληθεί η ταινία Carol

Βασισμένο στο μυθιστόρημα «Η Τιμή του Αλατιού» της Πατρίσια Χάισμιθ το Carol διαδραματίζεται στη Νέα Υόρκη τη δεκαετία του 1950 κι ακολουθεί το χρονικό ενός απρόσμενου έρωτα ανάμεσα σε δυο γυναίκες. H 20χρονη Τερέζ Μπελιβέ (Ρούνεϊ Μάρα) εργάζεται ως υπάλληλος σε εμπορικό κέντρο του Μανχάταν όταν θα γνωρίσει τη σαγηνευτική μεγαλοαστή Κάρολ Ερντ (Κέιτ Μπλάνσετ), μια σύζυγο και μητέρα εγκλωβισμένη σε έναν αποτυχημένο γάμο. Από την πρώτη τους συνάντηση, μια σπίθα θα ανάψει μεταξύ τους και καθώς το ειδύλλιο εξελίσσεται, τα πράγματα ολοένα θα δυσκολεύουν, δοκιμάζοντας τα συναισθήματα των δυο γυναικών και κάνοντας τον απαγορευμένο τους έρωτα να φαντάζει καταδικασμένος.

Μια ταινία αψεγάδιαστη, με αρίστης ποιότητας πρώτες ύλες κι έναν σκηνοθέτη που δεν χάνει ποτέ τον προσανατολισμό του. Δυο ικανότατες πρωταγωνίστριες βρίσκονται στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, η χωρίς συστάσεις Κέιτ Μπλάνσετ, η οποία σε κάθε σκηνή που εμφανίζεται μαγνητίζει, και μια Ρούνεϊ Μάρα -εδώ έχει υιοθετήσει το στυλ της Όντρεϊ Χέπμπορν- που καταφέρνει να σταθεί επάξια δίπλα σε έναν τέτοιου μεγέθους ερμηνευτικό ογκόλιθο. Ο Τοντ Χέινς, στην πρώτη του συνεργασία με την Μπλάνσετ στο I`m Not There, εκμεταλλεύτηκε την ανδρόγυνη πλευρά της για να τη μεταμορφώσει στον θρυλικό Μπομπ Ντίλαν, χαρίζοντάς της έτσι μία ακόμα υποψηφιότητα για Όσκαρ. Σ` αυτή τη δεύτερη κινηματογραφική τους συνάντηση, επιστρατεύει τη γοητεία της, τη θηλυκότητά της, αλλά και τη στόφα της σταρ που κουβαλάει, η οποία παραπέμπει σε ντίβες της δεκαετίας του 1950, παρουσιάζοντάς την απολύτως ακαταμάχητη.  Τα βλέμματα και τα συναισθήματα που εκπέμπουν οι δυο ηρωίδες έχουν τον πρώτο ρόλο σ` αυτή την ταινία, με την κάμερα να λειτουργεί ως τα μάτια τους, ενώ συχνά η κινηματογράφηση πραγματοποιείται μέσα από καθρέφτες και τζαμαρίες, μετατρέποντας τον θεατή σε πομπό και δέκτη ενός επίμονου βλέμματος μέσω της αντανάκλασης. Τα φαινομενικά αθώα αγγίγματα προμηνύουν το υπόκωφο πάθος που πασχίζει να μείνει κρυφό, καθώς η υπόγεια ένταση, το σασπένς, αλλά και η αγωνία για το μέλλον αυτού του ρομάντζου συνεπαίρνουν το κοινό, που το παρακολουθεί από τη γέννηση μέχρι την κατάληξή του.

Η αγνή φύση ενός απαγορευμένου έρωτα που εξελίσσεται κόντρα στις κοινωνικές αντιλήψεις, βρίσκεται στο επίκεντρο και μάλιστα σε μια εποχή όπου η vintage αισθητική αποτελούσε ισχυρό καμουφλάζ για έναν λαό που βίωνε τις επιπτώσεις του μεταπολέμου και κάθε σπιτικό φρόντιζε να έχει την απαραίτητη βιτρίνα του. Ένας έρωτας λυρικός, που αποδίδεται με γενναιοδωρία από τις δυο πρωταγωνίστριες, χωρίς να κουκουλώνεται από το εικαστικό κομμάτι της ταινίας, το οποίο συνοδεύει αρμονικά, προσθέτοντας μια έξτρα δόση κομψότητας στο συνολικό αποτέλεσμα. Από την εξαιρετική καλλιτεχνική διεύθυνση, την ατμοσφαιρική φωτογραφία του Έντουαρντ Λάκμαν, τις ενδυματολογικές επιλογές της Σάντι Πάουελ ή τη μουσική του Κάρτερ Μπάργουελ, που ντύνει την ταινία με τρόπο που αναδεικνύει τις σιωπές της, όλα μοιάζουν να λειτουργούν άψογα ως μια άρτια συλλογική δουλειά που στόχο έχει να αναδείξει το μεγαλείο ενός έρωτα σε αντιδιαστολή με την υποκρισία μιας κοινωνίας που από τη δεκαετία του 1950 μέχρι σήμερα δεν φαίνεται να έχει διανύσει μεγάλα βήματα.

Πηγή cine.gr