Ελύτης: Το καίριο

«Το καίριο στη ζωή αυτή κείται πέραν του ατόμου»

«Πῆρε να χειμωνιάζει, πλήθυναν οἱ ἄδειες καρέκλες γύρω μου. Ἔχω πιάσει γωνια και πίνω καφέδες, φουμέρνοντας ἀντικρυ στο πέλαγος. Θα μποροῦσα να περάσω ἔτσι μια ζωη ὁλόκληρη, ἂν δεν τν ἔχω κιόλας περάσει. ᾽Ανάμεσα σε μια παλιά ξύλινη πόρτα ξεβαμμένη ἀπ᾽ τον ἥλιο κι ἕνα κλωναράκι γιασεμιοῦ τρεμάμενο· που ἔτσι και συμβεῖ να μοῦ λείψουν μια μέρα, ἡ ἀνθρωπότητα ὄλη θα μοῦ φαίνεται ἄχρηστη. Σχεδον σοβαρολογῶ.

᾽Επειδή ἐδῶ δεν πρόκειται πιά γά τή φύση, πού αὐτήν, πιστεύω, εἶναι πιό σημαντικό νά τή διαλογίζεσαι παρά νά τή βιώνεις· οὔτε κάν γιά τήν παράδοση. Πρόκειται γιά τή βαθύτερη ἐκείνη δύναμη τῶν ἀναλογιῶν πού συνέχει τά παραμικρά μέ τά σπουδαῖα ἢ τά καίρια μέ τά ἀσήμαντα, καί διαμορφώνει κάτω ἀπό τήν κατατεμαχισμένη τῶν φαινομένων ἐπιφάνεια ἕνα πιό στερεό ἔδαφος γιά νά πατήσει τό πόδι μου -παραλίγο νά πῶ ἡ ψυχή μου.

Μέσα σ᾿ ἕνα τέτοιο πνεῦμα εἷχα κινηθεῖ ἄλλοτε, ὅταν ἔλεγα ὅτι ἕνα τοπίο δέν εἷναι, ὅπως τό ἀντιλαμβάνονται μερικοί, κάποιο ἁπλῶς σύνολο γῆς, φυτῶν καί ὑδάτων. Εἷναι ἡ προβολή τῆς ψυχῆς ἑνός λαοῦ ἐπάνω στήν ὕλη.

Θέλω νά πιστεύω —καί ἡ πίστη μου αὐτή βγαίνει πάντοτε πρώτη στόν ἀγώνα της μέ τή γνώση— ὅτι, ὅπως καί νά τό ἐξετάσουμε, ἡ πολυαιώνια παρουσία τοῦ ἑλληνισμοῦ πάνω στά δῶθε ἢ ἐκεῖθε τοῦ Αἰγαίου χώματα ἔφτασε νά καθιερώσει μιάν ὀρθογραφία, ὅπου τό κάθε ὠμέγα, τό κάθε ὕψιλον, ἡ κάθε ὀξεία, ἡ κάθε ὑπογεγραμμένη, δέν εἶναι παρά ἕνας κολπίσκος, μιά κατωφέρεια, μιά κάθετη βράχου πάνω σέ μιά καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστοί ἀμπελῶνες, ὑπέρθυρα ἐκκλησιῶν, ἀσπράκια ἢ κοκκινάκια, ἐδῶ ἢ ἐκεῖ, ἀπό περιστεριῶνες καί γλάστρες μέ γεράνια.

Εἶναι μιά γλώσσα μέ πολύ αὐστηρή γραμματική, πού τήν ἔφκιασε μόνος του ὁ λαός, ἀπό τήν ἐποχή πού δέν ἐπήγαινε ἀκόμη σχολεῖο. Καί τήν τήρησε μέ θρησκευτική προσήλωση κι ἀντοχή ἀξιοθαύμαστη, μέσα στίς πιό δυσμενεῖς ἑκατονταετίες.

Ὥσπου ἤρθαμ᾿ ἐμεῖς, μέ τά διπλώματα καί τούς νόμους, νά τόν βοηθήσουμε. Καί σχεδόν τόν ἀφανίσαμε. ᾽Από τό ἕνα μέρος τοῦ φάγαμε τά κατάλοιπα τῆς γραφῆς του καί ἀπό τό ἄλλο τοῦ ροκανίσαμε τήν ἴδια του τήν ὑπόσταση, τόν κοινωνικοποιήσαμε, τόν μεταβάλαμε σέ ἕναν ἀκόμα μικροαστό, πού μᾶς κοιτάζει ἀπορημένος ἀπό κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας τοῦ Αἰγάλεω.

Δέν ἀναφέρομαι σέ καμιά χαμένη γραφικότητα. Οὔτε θυμᾶμαι νά ᾽χω ζήσει σέ καμιά καλή ἐποχή γιά νά τή νοσταλγῶ. Ἁπλῶς, δέν ἀνέχομαι τὶς ἀνορθογραφίες. Μέ ταράζουν. Νιώθω σάν ν᾿ ἀνακατώνονται τά γράμματα στό ἴδιο μου τό ἐπώνυμο, νά μήν ξέρω ποιός εἶμαι, νά μήν ἀνήκω πουθενά. Τόσο πολύ αἰσθάνομαι νά εἶναι ἡ ζωή μου συνυφασμένη μ᾿ αὐτήν τήν «ὑδρόγεια λαλιά», πού δέν εἶναι παρά ἡ ὀπτική φάση τῆς ἑλληνικῆς λαλιᾶς, τῆς ἱκανῆς μέ τή διπλή της ὑπόσταση νά ὁμιλεῖ καί νά ζωγραφίζει συνάμα.

Καί πού ἐξακολουθεῖ ἀθόρυβα ὅσο καί δραστικά, παρά τίς ἄνωθεν ἐπεμβάσεις, νά εἰσχωρεῖ ὁλοένα μέσα στήν ἱστορία καί μέσα στή φύση πού τή γέννησαν, ἔτσι ὥστε νά μετατρέπει τεράστιες ποσότητες παρελθόντος χρόνου σέ παρόν, καί νά μετατρέπεται ἀπό τό παρόν αὐτό σέ ὄργανο προικισμένο μέ τή δύναμη νά ὁδηγεῖ τά στοιχεῖα τῆς ζωῆς μας στήν πρωτογενή φυσική τους ἀλήθεια. Ὅμως, γιά νά τό ἀντιληφθεῖ αὐτό κανείς, πρέπει νά ᾽χει περάσει ἀπ᾿ ὅλες τίς διεργασίες, ὅσες ἀπαιτοῦνται γιά νά μπορεῖ νά διακρίνει ποῦ κεῖται τό καίριο.

Τό καίριο σή ζωή αὐτή κεῖται πέραν τοῦ ἀτόμου. Μέ τή διαφορά ὅτι, ἂν δέν ὁλοκληρωθεῖ κανείς σάν ἄτομο -κι ὅλα συνωμοτοῦν στή ἐποχή μας γι᾿ αὐτό— ἀδυνατεῖ νά τό ὑπερβεῖ. Σ᾿ αὐτό τό σημεῖο σταύρωσης βρισκόμαστε σήμερα, πού οἱ περισσότεροι ἀδυνατοῦν, ἐπί παραδείγματι, νά ἐκτιμήσουν τήν ὑγεία ἐπειδή δέν ἔτυχε ν᾿ ἀρρωστήσουν, ἢ ἐπειδή -τό χειρότερο- θεώρησαν «καίριο» τήν ἀρρώστια. Ὁ μηχανισμός μιᾶς λειτουργίας ὅπως αὐτή ἀντανακλᾶ πάνω στή λογοτεχνία μας, τήν καταδυναστεύει, τήν ὑποβάλλει σ᾿ ἕνα εἶδος παραμορφωτικῆς ἀρθρίτιδας, πού ἐξαιτίας μιᾶς μακρᾶς καί συνεχοῦς τακτικῆς ἐκλαμβάνεται ὡς ἡ μόνη φυσιολογική».

Απόσπασμα από το βιβλίο του Ο. Ελύτη, Τά δημόσια καί τά ἰδιωτικὰ, Ἴκαρος. O Οδυσσέας Ελύτης (2 Νοεμβρίου 1911-18 Μαρτίου 1996) ήταν ποιητής από το Ηράκλειο της Κρήτης. Το πραγματικό του επίθετο ήταν Αλεπουδέλης. Έγινε γνωστός για τα ποιητικά του έργα Άξιον Εστί, Ήλιος ο Ηλιάτορας, Το Μονόγραμμα, Ο Μικρός Ναυτίλος, Τα Ρω του Έρωτα, Προσανατολισμοί. Τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1960 και το Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1979.   

Πηγή