Δύο μύθους θα σας πω

Αν στην προηγούμενη νουβέλα του, Το δέντρο του Ιούδα, ο Μιχάλης Μακρόπουλος φύτεψε στα σπλάχνα της ένα έγκλημα ντύνοντας έτσι την ιστορία του με τα ρούχα ενός αστυνομικού μυστηρίου, έτσι και στην Τσότσηγια, την πρώτη από τις δύο νουβέλες που απαρτίζουν το νέο του βιβλίο, ο συγγραφέας έχει ρίξει τον σπόρο του υπερφυσικού, ώστε να φυτρώσει μια ιστορία με όψη παραμυθιού.

Το έδαφος είναι κι εδώ το τραχύ χώμα της επαρχίας. Οι ρίζες της -το νήμα δηλαδή της ιστορίας μέχρι να φτάσουμε στο αφηγηματικό παρόν- δίνονται με γρήγορες ρεαλιστικές πινελιές: μια γυναίκα από τους Αγιους Σαράντα, η Κατερίνα, διέσχισε με τα αδέλφια της τα σύνορα και βρέθηκε σ’ ένα χωριό όπου και παντρεύτηκε στα δεκαεννιά της έναν χήρο με δύο αγόρια. Τώρα, δέκα χρόνια μετά, είναι πιο φοβισμένη ακόμα απ’ όταν έφυγε απ’ τον τόπο της. Ο άντρας της, μέθυσος και κτηνώδης, την κακοποιεί, ενώ εκπαιδεύονται στην κακοποίηση κι οι δυο μικρογραφίες του, οι γιοι του.

Παιδί δεν έχει ριζώσει μέχρι τότε μέσα της. Η πράξη που θα οδηγήσει στη σύλληψη της κόρης της περιγράφεται ως εξής: «Την πασπάτεψε, τη γύρισε. Ανέβηκε πάνω της. Μα δεν την ένοιαξε, τώρα η ίδια είχε γίνει τοσηδά∙ ήταν το κορμί της απέραντη σπηλιά που μέσα του κρυβόταν, κι αυτός ένας δράκος που τη γύρευε. Ποτέ δεν θα την έβρισκε». Η Κατερίνα αντιμετωπίζει τη συνουσία όπως και κάθε βάσανο που προέρχεται από τους δυνάστες της: ελαχιστοποιώντας τον εαυτό της, συρρικνώνοντας την επιφάνεια του σώματος ώστε να μη νιώθει τα χτυπήματα, κρύβοντας τον εαυτό της στη σπηλιά της ψυχής της, σαν έμβρυο, σαν την Τοσοδούλα, την Τσότσηγια, που θα γεννήσει στις επόμενες σελίδες.

Οπως ο βίαιος άντρας ρίχνει τον σπόρο για να φυτρώσει στα σπλάχνα της Κατερίνας ένα πλάσμα τρυφερό και μονάκριβο, έτσι κι ο συγγραφέας ρίχνει μέσα σ’ ένα ρεαλιστικό πλαίσιο τον σπόρο του θαυμαστού για να δούμε στην υπόλοιπη νουβέλα να ανθίζει ένα σκληρό παραμύθι για τη δύναμη της μητρικής αγάπης, τη δοκιμασία της ενηλικίωσης αλλά και την παραμυθητική φύση της λογοτεχνίας.

Η δεύτερη νουβέλα με τον τίτλο «Ω,μ» ( παραπέμποντας φωνολογικά στο «Homo») «σαν την Τσότσηγια, είναι βγαλμένη από τα βάθη του μύθου» σχολιάζει ο συγγραφέας στο οπισθόφυλλο. Η δική μου ανάγνωση της νουβέλας είδε πάντως σε αυτήν όλα τα χαρακτηριστικά μιας περιπέτειας, που θα μπορούσε θαυμάσια να σταθεί σαν μια επινοημένη ρεαλιστική ιστορία με φόντο μια προϊστορική σπηλιά.

Μέσα σε αυτή τη σπηλιά, σαράντα χιλιάδες χρόνια πριν, ένας κυνηγός με σακατεμένο πόδι, παρατημένος από τους συντρόφους τους καθώς δεν μπορεί να τους ακολουθήσει στο ξεχείμασμά τους στην πεδιάδα, αγωνίζεται να επιβιώσει. Στα διαλείμματα αυτού του αγώνα ο Ω,μ αρχίζει να σχεδιάζει με κάρβουνο στα τοιχώματα της σπηλιάς ένα ανθρωπόμορφο ζώο που κατατρύχει τα όνειρά του, προσπαθώντας έτσι να ξορκίσει τον φόβο του αλλά και να δαμάσει μέσω της απεικόνισης τις ανεξέλεγκτες κι απειλητικές δυνάμεις της φύσης.

Εκτός από τη γένεση της Τέχνης, ο συγγραφέας έχει κατορθώσει να αποδώσει υπό μορφήν αφηγηματικών επεισοδίων αρκετά από τα βήματα που απομακρύνουν τον Ω,μ από το ζώο και τον κάνουν άνθρωπο: τη γένεση της μεταφυσικής σκέψης, τη φροντίδα για τους νεκρούς προγόνους, τα πρώτα ψήγματα μιας μυθικής ερμηνείας του κόσμου.

Προς το τέλος ο Ω,μ, μετά την οδυνηρή εμπειρία απώλειας δύο παιδιών του, «υιοθετεί» τρόπον τινά ένα αγοράκι και αρχίζει να του αφηγείται μεταξύ άλλων και «την ιστορία που είχε για το πώς έγιναν όλα». Η ερμηνεία του κόσμου που προσφέρει μέσω του «μύθου» ο γονιός στο παιδί, ως όπλο κατανόησης και ενσωμάτωσης, η σπαρακτική (καθώς καμιά φορά είναι αδύνατη) επιθυμία προστασίας του τέκνου, η βία ως αναπότρεπτο στοιχείο του περιβάλλοντος ενάντια στο οποίο ο άνθρωπος προσπαθεί να ορθώσει το ανάστημά του, είναι τα σημεία συνάντησης ανάμεσα στις δύο νουβέλες.

Ενώ όμως η Τσότσηγια διαθέτει μια αφηγηματική και εκφραστική λιτότητα που την καθιστά κατασκευαστικά άρτια με πολλαπλές αλληγορικές αναγνώσεις, η δεύτερη νουβέλα -παρόλο που διαθέτει πλούτο έμπνευσης και είναι δουλεμένη με εξίσου ακονισμένα εκφραστικά εργαλεία- πάσχει ελαφρώς, κατά τη γνώμη μου, από έλλειψη σαφούς κέντρου βάρους. Το μεγαλεπήβολο των προθέσεών της με τα πολλά βήματα προς την «εξανθρώπιση» που προσπαθεί να αποτυπώσει εξασθενίζουν στην πορεία ελαφρώς το αναγνωστικό ενδιαφέρον.

Εντούτοις και οι δύο νουβέλες προσφέρουν στιγμές έντονης συγκίνησης (εξαιρετικές οι σελίδες όπου η Κατερίνα παλεύει να ανέβει στο βουνό για να ξεφύγει κι αντίστοιχα ο Ω,μ αγωνίζεται με πληγωμένο πόδι να κατηφορίσει τη βουνοπλαγιά προς μια πηγή), αξιοσημείωτο βήμα στην πορεία ενός συγγραφέα με διακριτό πλέον ύφος και άρτιο συνταίριασμα γλώσσας και περιεχομένου.

Πηγή