Φιλόξενος, ο παθιασμένος ψαροφαγάς

Από τον Γιάννη Λεμονή

Ο Φιλόξενος από τα Κύθηρα (435-380 π.Χ.) ήταν ένας από τους σημαντικότερους ποιητές διθυράμβων (συνθέτης τραγουδιών) της εποχής του, ο οποίος αγαπήθηκε πολύ όσο ζούσε, αλλά και αργότερα, δηλαδή κάτι αντίστοιχο με τον Χατζιδάκι ή τον Θεοδωράκη. Ο Πλούταρχος λέει πως έργα του εκτελέστηκαν στους γάμους του Μεγάλου Αλεξάνδρου στα Σούσα. Ηταν παροιμιώδης για την πολυφαγία του, από την οποία και πέθανε. Ο Αθήναιος διέσωσε τρία αποσπάσματα ποιητών που αναφέρονται στον Φιλόξενο.

Ο Φαινίας διηγείται για τον ποιητή Φιλόξενο, που είχε μεγάλη αγάπη για το φαγητό, ότι «κάποτε δειπνούσε καλεσμένος στο σπίτι του τυράννου Διονυσίου (των Συρακουσών). Όταν είδε να προσφέρουν στον οικοδεσπότη ένα λυθρίνι μεγάλο ενώ σε αυτόν ένα μικρό, έπιασε το μεγάλο ψάρι και το ακούμπησε στο αυτί του. Τον ρώτησε ο Διονύσιος για ποιο λόγο το έκανε αυτό και ο Φιλόξενος του απάντησε ότι, επειδή γράφει τη “Γαλάτεια”, θα ήθελε να ρωτήσει κάτι το λυθρίνι για το βασίλειο του Νηρέα. Επειδή όμως το δικό του ήταν μικρό, πήρε του Διονυσίου, που ήταν μεγαλύτερο σε ηλικία και ήξερε πολύ περισσότερα. Ο Διονύσιος γέλασε και του έδωσε το μεγάλο».

Ο Καλλίμαχος γράφει πως «αφού πλενόταν είτε βρισκόταν στο σπίτι του είτε ταξίδευε σε άλλες πόλεις, επισκεπτόταν διάφορα σπίτια συνοδευόμενος από δούλους που κρατούσαν λάδι, ξίδι, γάρο και άλλα καρυκεύματα. Έμπαινε λοιπόν απρόσκλητος στα διάφορα σπίτια, έβλεπε το γεύμα που έτρωγαν, το έφτιαχνε με τα καρυκεύματα που είχε μαζί του, ώστε να είναι της αρεσκείας του, και μετά άρχιζε να τρώει. Όταν κάποτε επισκέφτηκε την Έφεσο, πήγε στην αγορά και τη βρήκε εντελώς άδεια. Ρώτησε το λόγο και του είπαν πως γινόταν ένας γάμος και όλα τα προϊόντα είχαν πουληθεί για το γαμήλιο γεύμα. Πλύθηκε και απρόσκλητος πήγε στο σπίτι του γαμπρού. Μετά το γεύμα τραγούδησε, αρχίζοντας έτσι: “Υμέναιε, λαμπρέ θεέ”, και ενθουσίασε τόσο πολύ τον κόσμο, καθώς ήταν ποιητής διθυράμβων, που ο γαμπρός του είπε: “Φιλόξενε, και αύριο εδώ θα δειπνήσεις”. Και τότε ο Φιλόξενος απάντησε: “Αν δεν πουλάνε τρόφιμα στην αγορά”. Ποια άλλη επιλογή είχε άλλωστε, αφού ο γαμπρός είχε εξαντλήσει τα αποθέματα στην αγορά». Ο Μάχων λέει: «Ο Φιλόξενος ήταν παθιασμένος ψαροφαγάς. Μια μέρα λοιπόν, στις Συρακούσες, αγόρασε ένα χταπόδι μήκους περίπου ενός μέτρου. Αφού το έψησε, το έφαγε σχεδόν όλο, εκτός από το κεφάλι. Μετά όμως αρρώστησε σοβαρά από βαρυστομαχιά. Οι συγγενείς του φώναξαν τον γιατρό. Αυτός, μόλις τον εξέτασε, τους ενημέρωσε ότι η υγεία του ήταν σε πολύ κρίσιμη κατάσταση και τους ρώτησε αν είχε τακτοποιήσει όλες του τις εκκρεμότητες. Ο ασθενής, καταλαβαίνοντας ότι αρχίζει το ταξίδι για τον άλλο κόσμο, ανακοίνωσε τη στερνή του επιθυμία: “Ο Χάρων… δεν μου επιτρέπει να αργοπορήσω και η βάρκα του με περιμένει. Μαύρη μοίρα με καλεί και δεν είναι δυνατόν να μην υπακούσω. Αφού λοιπόν έχω το δικαίωμα να πάρω μαζί μου κάτι δικό μου, καθώς έτσι εσπευσμένα ξεκινώ για τον άλλο κόσμο, φέρτε μου να πάρω ό,τι απέμεινε από το χταπόδι μου”».

Πηγή