Ψέλλισμα για τόπους που αγαπήσαμε

Γιατί έτσι είναι ο τόπος στην Ελλάδα. Προκαλεί τον άνθρωπο, αλλά δεν τον εξουθενώνει, του δίνει την δυνατότητα να ζήσει

Ὁ ἕλλην τόπος, ὁ ἕλλην χῶρος. Τὰ τοπία ποὺ ἀγαπῶ εἶναι τοπία χωρὶς πολὺ πράσινο, χωρὶς δάση καὶ πολλὰ δέντρα. Αὐτὸ ποὺ μὲ προσελκύει εἶναι τὰ τοπία τῆς ἀνατολικῆς Πελοποννήσου, τῆς Λακωνίας, τῶν Κυκλάδων. Τόποι λιτοὶ χωρὶς προίκα καὶ πλοῦτο, ἀλλὰ γεμάτοι μὲ ἀρετὲς καὶ χάρες ἄλλου εἴδους ποὺ οἱ ἄνθρωποι δὲν τὶς γεύονται γιατὶ τὰ ἀποφεύγουν συνήθως αὐτὰ τὰ τοπία. Τὰ βρίσκουν βαρετὰ καὶ σκληρά, κουραστικά. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πὼς στὰ μέρη αὐτὰ ὁ ἄνθρωπος δὲν ξεκουράζεται εὔκολα, ἀφοῦ ὁ ἥλιος, ὁ ἀγέρας καὶ τὰ ἄλλα στοιχεῖα τῆς φύσεως μοιάζουν πιὸ ἄγρια κι ἀδυσώπητα ἐξαιτίας τοῦ περιβάλλοντος χώρου ποὺ δὲν μετριάζει τὴν δύναμη καὶ τὴν ὁρμή τους.

Γιατὶ ἔτσι εἶναι ὁ τόπος στὴν Ἑλλάδα. Προκαλεῖ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ δὲν τὸν ἐξουθενώνει, τοῦ δίνει καὶ τὴν δυνατότητα νὰ ζήσει χωρὶς νὰ τὸν ἐξοντώσει. Ἔτσι βλέπουμε σὲ τέτοια μέρη νὰ φυτρώνει ἕνας πολιτισμὸς ποὺ σὲ μεγάλο βαθμὸ πηγάζει ἀπὸ τὴν ἀνάγκη τοῦ ἀνθρώπου νὰ μερώσει τὸ τοπίο καὶ τὰ στοιχεῖα τῆς φύσης. Παίρνουν τὴν πέτρα οἱ ἄνθρωποι σ’αὐτὰ τὰ μέρη καὶ χτίζουν σπίτια δροσερὰ τὸ καλοκαίρι καὶ ζεστὰ τὸ χειμῶνα. Κι ἀκόμα πιὸ πολὺ σμίγουν τὰ σπίτια τους γιὰ νὰ προστατευθοῦν ἀπὸ τοὺς τρελλοὺς ἀγέρηδες καὶ τὴν κάψα τοῦ ζηλωτῆ ἥλιου.

Στὰ σκληρὰ αὐτὰ μέρη ὁ ἄνθρωπος θὰ ἀγωνιστεῖ θέλει δὲ θέλει. Κι ἂν δὲν κατορθώσει νὰ συμφιλιωθεῖ καὶ νὰ ἀγαπήσει τὸ γυμνὸ ζεστὸ κορμί, πρέπει νὰ φύγει. Ἐδῶ δὲν εἶναι τόπος γιὰ ἀνθρώπους ποὺ ψάχνουν τὴν καλοπέραση καὶ τὴν ἀπόλαυση. Ἐδῶ βασιλεύει τὸ πάλεμα καὶ ἡ χαρὰ τῆς συμφιλίωσης.

Ὅταν ἀπὸ ἔφηβος κυρίως ἄρχισα νὰ ἐπισκέπτομαι τέτοιου εἴδους τόπους, ἀσυνείδητα ἔνιωθα μεγάλη ἔλξη γι’αὐτούς. Καὶ μοῦ πῆρε πολλὰ χρόνια νὰ καταλάβω τί ἦταν αὐτὸ ποὺ μοῦ ἄρεσε στὶς ἔρημες αὐτὲς πλαγιὲς καὶ στὰ ξερὰ τοπία.

Ἡ χαρά μου προερχόταν κυρίως ἀπὸ τὸ ὅτι ἔνοιωθα οἰκεῖα καὶ φιλικὰ μέσα σ’ἕνα τόπο ποὺ πάντα ἔβγαζε στὴ θάλασσα. Ἡ χαμηλὴ βλάστηση, ἀραιὴ καὶ διακριτική, τὰ δέντρα σπάνια ἢ λιγοστά. Κυριαρχοῦν τὰ θαμνώδη φυτὰ (θυμάρια, ρείκια, ἀστοιβιές, ἀσπάλαθοι), ποὺ εἶναι σὰν νὰ διακοσμοῦν τὸν χῶρο μᾶλλον παρὰ νὰ τὸν κυριαρχοῦν καὶ νὰ τὸν καλύπτουν. Οἱ πέτρες διάσπαρτες, βράχια νὰ φυτρώνουν ἀπὸ παντοῦ, ὁλόκληρη γλυπτοθήκη ἀπὸ μεγάλες καὶ μικρότερες μορφὲς τῆς φύσης. Μυρωδιὲς σεμνές, γήινες ἀλλὰ καὶ λιγοστὲς ἄλλες, ἀλλότριες ποὺ ξεπροβάλλουν μυστικὰ μὲ τὸν ἐρχομὸ τῆς νύχτας καὶ τῶν ἀστεριῶν. Μυρουδιὲς ἀπὸ χορταράκια καὶ θάμνους τῆς γῆς. Ζουζούνια ποικιλόσχημα καὶ πολύχρωμα νὰ σέρνονται καὶ νὰ σεργιανᾶνε τὴν πικρὴ καὶ στέρφα γῆ ζητώντας νὰ πληρώσουν τὶς ἀνάγκες τους.

Κα μέσα σ’ὅλα τοῦτα, δύο στοιχεῖα ποὺ στ’ἀλήθεια ζωντανεύουν τὸ τοπίο μὲ τὸν ἔρωτά τους καὶ τὴν ἀθῶα συνεύρεσή τους. Ὁ ἄνεμος καὶ τὰ λιγνὰ χορταράκια, ποὺ σὰν χνούδι ἄγουρου ἄνδρα φυτρώνουν παντοῦ καὶ διακριτικά, ὡς ἀραχνοΰφαντο πλουμιστὸ πουκάμισο, καλύπτουν τὸ πρόσωπο τῆς μάνας τους, τῆς γῆς.

Ὁ ἄνεμος εἶναι πάντα ἐδῶ. Ὅλες τὶς ἐποχές, μ’ὅλους τοὺς καιρούς. Ἄλλοτε θυμωμένος καὶ ἁψὺς κι ἄλλοτε ἥσυχος, παιχνιδιάρικος καὶ ἐρωτικός. Εἶναι πάντα ἐδῶ φέρνοντας τραγούδια καὶ καημούς, παρακλήσεις ἀθώων, σφυρίγματα ξεχασμένων βοσκῶν, καημούς ξενητεμένων καὶ τὴ νοσταλγία τῶν ἀναχωρητῶν τῶν πόλεων. Ὁ ἄνεμος φέρνει μηνύματα καὶ ταξίματα, παινέματα καὶ χρώματα ὀνείρων καὶ ἐλπίδων. Καὶ τὰ λιγνὰ χορταράκια ζωντανεύουν στὸ πέρασμά του. Λικνίζονται, ριγοῦν, βογγοῦν, πάσχουν, χαϊδεύονται, θρηνοῦν, σφυρίζουν ἀνέμελα καὶ μένουν πάντα ἐκεῖ. Πιστοὶ σύντροφοι τοῦ ἀέρα, τοῦ ἀνέμελου παντοτινοῦ διαβάτη, τοῦ πρώτου καὶ μόνου ἀθώου ἀλήτη τῶν αἰώνων.

Ὅποιος βρέθηκε σὲ τοῦτα τὰ μέρη καὶ δὲν εἶδε τὸν ἔρωτα τοῦ ἀνέμου καὶ τῶν λιγνῶν χορταριῶν, ὅποιος δὲν ἄκουσε τὸν ἦχο τῆς ἀγάπης τους νὰ πληροῖ τὸ σύμπαν τοῦ χωροχρόνου, δὲν ἐπῆγε ποτὲ σ’αὐτὰ τὰ μέρη. Ἁπλῶς βρέθηκε τυχαῖα ἐκεῖ, μεθυσμένος ἀπὸ τὶς ἡδονὲς τῶν παθῶν του καὶ χαμένος στὴ μάταιη ἀναζήτηση τοῦ δαιδάλου τοῦ ἐγωισμοῦ του.

Απόσπασμα: Γιῶργος Κόρδης – Ἡ παραμυθία τῆς καθ’ ἡμᾶς ζωγραφικῆς, Ἐκδ. Ἀρμός, 2001

Πηγή