Δημήτρης Σταϊνχάουερ: Ο άνθρωπος πίσω από το «φαινόμενο Skinos»

Από τη Μανίνα Ντάνου

Φωτογραφίες: Βαγγέλης Ζαβός

Έβαλε τη μαστίχα, όπως την έφτιαχναν παραδοσιακά, στον παγκόσμιο χάρτη των spirits – ένα πραγματικό απόσταγμα και όχι ένα λικέρ παρασκευασμένο από υποπροϊόντα μαστίχας. Τοποθέτησε ένα γνήσια ελληνικό ποτό στους καταλόγους των μπαρ όχι μόνο της Ελλάδας αλλά και του εξωτερικού. Το έκανε συστατικό δημοφιλών κοκτέιλ, το έβαλε ξανά στο μπαρ του σπιτιού μας. Μαζί με την καλαίσθητη και καινοτόμα συσκευασία, την ποιότητα και τη σταθερότητα του προϊόντος, τη σωστή διαχείριση και το ουσιαστικό μάρκετινγκ, ο Skinos, το δημιούργημα του Δημήτρη Σταϊνχάουερ και της εταιρείας του, Concepts, δεν είναι πλέον μόνο ένα εργαλείο για Έλληνες και ξένους μπαρτέντερ, αλλά κι ένα επιχειρηματικό success story εν μέσω κρίσης.

Και φυσικά ένας εξαιρετικός πρέσβης των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές. Περισσότερες από ένα εκατομμύριο φιάλες πωλούνται κάθε χρόνο στην Ελλάδα και σε 20 χώρες του εξωτερικού. Το Mediterranean Cocktails Challenge, ο διαγωνισμός μεσογειακών κοκτέιλ που ο Skinos έστησε το 2010 και πλέον αποτελεί θεσμό, συγκεντρώνει διαγωνιζόμενους μπαρτέντερ όχι μόνο από τη χώρα μας, αλλά και από high end bars της Nέας Υόρκης, της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Κύπρου, του Ισραήλ κ.ά. Σήμερα η Concepts, εκτός από το αξιόλογο χαρτοφυλάκιο ξένων ποτών που εισάγει, έχει λανσάρει και δύο ακόμα δικά της προϊόντα: το Mastiqua, το πρώτο νερό με γεύση μαστίχας, αλλά και το Otto’s Athens Vermouth, ένα εντελώς ελληνικό βερμούτ.

Πώς ξεκίνησαν όμως όλα αυτά; Όπως όλες οι ιστορίες επιχειρηματικής επιτυχίας. Με πάθος για δημιουργία, αρκετή τύχη και σκληρή δουλειά. Κυρίως όμως με αγάπη για το προϊόν, που συνεπάγεται και μια επιμονή στη λεπτομέρεια που τελικά κάνει τη διαφορά. Ο Δημήτρης Σταϊνχάουερ, απόγονος φιλελλήνων που ήρθαν στην Ελλάδα μαζί με τον Όθωνα και στέριωσαν εδώ, δεν περιγράφει τον εαυτό του ως επιχειρηματία, start-uper ή διευθυντή. «Είμαι ένας άνθρωπος παθιασμένος με τη δημιουργία. Όταν ξεκινήσαμε την Concepts, ήμουν μικρός – τότε πρέπει να κάνεις τέτοιες κινήσεις, όταν δεν έχεις ακόμα αίσθηση κινδύνου. Το 2005 όμως δεν μου έφταναν πλέον οι εισαγωγές ποτών. Ήθελα να φτιάξουμε κάτι δικό μας. Να είναι κάτι ελληνικό, που υπάρχει μόνο εδώ. Μέχρι τότε πήγαινες σε ένα εστιατόριο και στο τέλος σου έβγαζαν γκράπα, λιμοντσέλο, averna, γιαγκερμάιστερ. Πήγαινες σε ένα μπαρ και δεν υπήρχε κανένα ελληνικό spirit, εκτός από το Metaxa. Η αφετηρία ήταν αυτή. Να βάλουμε στα εστιατόρια, στα μπαρ, στα ξενοδοχεία, στην ελληνική φιλοξενία γενικότερα, ένα ελληνικό ποτό. Στη μαστίχα κατέληξα διά της ατόπου, δεν είμαι καν από τη Χίο. Μην έχοντας την τεχνογνωσία, άρχισα να ψάχνομαι, κατέβηκα στο νησί να δω πώς το κάνουν εκεί. Δεν ήθελα όμως ένα λικέρ που να φτιάχνεται από αιθέρια έλαια, όπως γινόταν τα τελευταία χρόνια, ήθελα να έχει ένα έντονο spirit χαρακτήρα. Με υψηλό αλκοολικό βαθμό, χωρίς πολλή ζάχαρη. Κατέληξα ότι πρέπει να κάνουμε απόσταξη. Αυτό είναι μια χρονοβόρα, κοστοβόρα και επίπονη διαδικασία, καθώς η μαστίχα είναι ρετσίνι. Έτσι ξεκινήσαμε. Από την αρχή αποφάσισα ότι πρέπει αυτό να γίνει από ανθρώπους που έχουν την εμπειρία. Γι’ αυτό και επέλεξα το αποστακτήριο του Metaxa. Δουλέψαμε πολύ για να φέρουμε τη γεύση της παλιάς μαστίχας, της αποστακτικής, όπως την έκαναν οι παλιοί παραγωγοί».

Ένα προϊόν που αγάπησαν όλοι  

Και τα κατάφεραν. Το προϊόν αγαπήθηκε από όλους, συνεργάτες και ανταγωνιστές, αλλά κυρίως από τους μπαρτέντερ. «Αν δεν υπήρχαν αυτοί, η εξειδίκευσή τους, η προσπάθεια που κάνουν καθημερινά από τις 6.00 το απόγευμα μέχρι τις 4.00 το πρωί, εμείς δε θα υπήρχαμε. Αυτό που με χαροποιεί είναι ότι το αγάπησαν. Είναι ένα κομμάτι της κουλτούρας τους πια. Όταν πηγαίνουν στο εξωτερικό, το κουβαλάνε στις βαλίτσες τους, κι όταν ο Κουβανός δείχνει το ρούμι του, ο Ρώσος τη βότκα του, αυτοί έχουν το Skinos».

Και φυσικά, εκτός του περιεχομένου, έδωσαν σημασία και στη συσκευασία: το λευκό μπουκάλι με την τρύπα στη μέση, «ακόμα έτσι το περιγράφουν πολλοί», λέει ο Δημήτρης γελώντας. «Στην αρχή μου είπαν: είσαι τρελός, αυτή η συσκευασία καταρρίπτει όλους τους βασικούς κανόνες μάρκετινγκ. Έχει τη φίρμα εσωτερικά και φαίνεται μέσα από το υγρό. Λόγω των αντανακλάσεων, αυτή μεγαλώνει όταν το μπουκάλι είναι γεμάτο και μικραίνει όταν αδειάζει. Αλλά αυτή είναι η ουσία. Γιατί ένα μπουκάλι Skinos, όσο ωραίο κι αν είναι, χωρίς το υγρό, χάνει την αξία του».

Κόντρα σε όλους τους κανόνες,  λοιπόν, ποιο ήταν τελικά το μυστικό της επιτυχίας; «Νομίζω ότι πρέπει να κάνεις προϊόντα που σε αντιπροσωπεύουν, που σου αρέσει να τα απολαμβάνεις εσύ και οι φίλοι σου. Πρέπει να ταυτίζεσαι με αυτά και όχι με το αποτέλεσμα που θα σου φέρουν. Δεν πρέπει να κοιτάς το προϊόν και να σκέφτεσαι πόσα λεφτά θα βγάλεις. Μπαίνω σε διάφορους οίκους και ποτοποιίες και βλέπω τις κορνίζες στον τοίχο. Αυτός, σου λένε, είναι ο παππούς, που έφτιαξε για πρώτη φορά το τάδε ποτό – και άρα έδωσε τη δυνατότητα σε εγγόνια και δισέγγονα να συνεχίζουν να δημιουργούν και να ζουν καλά από αυτό. Όταν ξεκινάς κάτι τέτοιο, πρέπει να ξέρεις ότι στο τέλος της ημέρας αυτό που θα πάρεις είναι μια κορνίζα στον τοίχο στο γραφείο του εγγονού σου. Και να ελπίζεις ότι δε θα κάνει πλάκα με αυτό».

Πηγή