Χαράζοντας υδάτινα μονοπάτια στο Αιτωλικό

Οι δρόμοι της τέχνης και της γεύσης διασταυρώνονται ιδανικά στα ήσυχα νερά της λιμνοθάλασσας

Οι μικροί κύκλοι της ζωής στο Αιτωλικό ανοίγονται με επίκεντρο το νησάκι επάνω στο οποίο είναι κτισμένη η πολιτεία των νερών· όπως οι κύκλοι των μικρών κυμάτων που δημιουργεί κάθε στιγμιαίο άγγιγμα στον καθρέφτη της λιμνοθάλασσας. Το δόλωμα που ποντίζει με μεγάλες προσδοκίες ο ψαράς με το πλατύγυρο, ψάθινο, καπέλο ή η πολύχρωμη αλκυόνα που επιβουλεύεται κάθε ώρα και στιγμή της ημέρας το ψαράκι που μπορεί να χωρέσει στο ράμφος της. Την παρακολουθούσα εκεί στα ακριανά σπίτια της πολιτείας να έρχεται ξαφνικά από το πουθενά, να βουτά αστραπιαία στο νερό και μετά να κάθεται με την έκφραση της επιτυχίας επάνω σε ένα χοντρό ραβδί καρφωμένο στον βυθό για να καταπιεί το ψαράκι που σπαρταρούσε απεγνωσμένα στο ράμφος της. Εδώ όλοι ψαρεύουν στη λιμνοθάλασσα και οι μορφές τους λες και χαράχθηκαν επάνω στο ξύλο με κοπίδι ή σμιλεύθηκαν με σφυρί και με καλέμι στο προφίλ του ψαμμίτη λίθου από την εμβληματική εικαστικό Βάσω Κατράκη.

Την ώρα που ο δυνατός ήλιος γέρνει στη μεριά του Ιονίου, όλες αυτές οι λιμνοθάλασσες που προσπερνάς στα αριστερά σου ταξιδεύοντας για το Αιτωλικό μοιάζουν με ρευστό ασήμι που τείνει να γίνει μαύρο. Κοντοστέκεσαι και συλλογίζεσαι ότι αυτό το μαύρο ενέπνευσε στη χαρακτική το πιο αισιόδοξο χρώμα της. Αν για όλους τους άλλους το μαύρο σημαίνει κυρίως πένθος, για τη χαρακτική επαναλαμβάνει τις δύο πρώτες συλλαβές της λέξης, χαρά.

Η Βάσω Κατράκη πρόσθεσε με την τέχνη και την ευαισθησία της πολλή χαρά στη χαρακτική. Και βεβαίως απέραντη ελπίδα στις ατέρμονες διαστάσεις της λιμνοθάλασσας που φαίνεται να προεκτείνεται πολύ πιο πέρα και πιο μακριά, μέχρι τον ουρανό, που κάποια στιγμή γίνονται ένα. Μαγικό σχεδόν για μια «στρατευμένη» δημιουργό. Ισως γιατί η στράτευση της δημιουργού ήταν καθαρή από προσμείξεις και δεύτερες σκέψεις. Η τέχνη της δεν ήθελε να καθοδηγεί τα συναισθήματα των ανθρώπων αλλά να τα αποτυπώνει με μια έξοχη εικαστική γλώσσα, ένα βασανιστικά ψηλαφισμένο καλλιτεχνικά, απολύτως προσωπικό, ιδίωμα. Ηθος, αλήθεια, συγκίνηση. Η χαρακτική είναι πιο κοινωνική από τη ζωγραφική και γι’ αυτό η δημιουργός επέλεξε να ακολουθήσει τη διδασκαλία στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του χαράκτη Γιάννη Κεφαλληνού, από εκείνη του ζωγράφου Κωνσταντίνου Παρθένη απ’ όπου είχε ξεκινήσει.

Ουσιαστικά, όμως, όλα άρχισαν από τη λιμνοθάλασσα. Καθώς το σπίτι της ήταν σχεδόν όλο μέσα στο νερό, τη νανούριζε η λιμνοθάλασσα ψιθυρίζοντας στο αφτί της τις χαρές και τις λύπες της, τις χάρες και τα βάσανά της, όπως έκανε σε τόσους σπουδαίους ποιητές, όπως τον Κωστή Παλαμά που μετουσίωσε τους καημούς της σε μουσική με λέξεις:

«Τα πρώτα μου χρόνια τ’ αξέχαστα
τα ‘ζησα κοντά στ’ ακρογιάλι,
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη».

Η θάλασσα η ρηχή και ήρεμη έκτιζε έναν ακατάλυτο δεσμό με τους ανθρώπους που αναστήθηκαν δίπλα της. Στη γειτονιά που μεγάλωσε η Βάσω Κατράκη έμεναν ψαράδες. Οπως η ίδια περιγράφει με λόγια, ένα ξυπόλητο μελισσολόι τριγύριζε όλη την ημέρα γύρω γύρω από τη μικρή θάλασσα. Μια ζωή γεμάτη στεριά και θάλασσα, κόπο και μόχθο. Και το ωραίο μουσείο που είναι αφιερωμένο στη δημιουργό είναι σχεδόν μέσα στη θάλασσα, επάνω από το λιμανάκι που αράζουν οι γάιτες, τα παραδοσιακά ξύλινα σκαριά των ψαράδων της λιμνοθάλασσας, δίπλα στα συνθετικά, σύγχρονα, σκαριά που έχουν εισβάλει στη λιμνοθάλασσα.

Τα ψάρια, άλλα κάθε εποχή, εισβάλλουν από το πέλαγος στα καλαμωτά που έχουν στήσει οι ψαράδες στη λιμνοθάλασσα. Στη θάλασσα τη ρηχή, την ήρεμη, βρίσκουν άφθονη τροφή αλλά και κλειστές τις πόρτες της επιστροφής στην ανοιχτή, βαθιά, κυματούσα θάλασσα. Τα καλαμωτά – που τώρα είναι φράχτες από πελεκημένα, χοντρά, κλαδιά και πλαστικά πλέγματα – είναι ένα εντυπωσιακό σχέδιο ευφάνταστου ζωγράφου επάνω στον καθρέφτη της λιμνοθάλασσας. Από τις πιο γοητευτικές εικόνες της.Μια από τις πρώτες ξυλογραφίες της Βάσως Κατράκη εικονίζει ακριβώς αυτό. Τα καλαμωτά της λιμνοθάλασσας και τους ψαράδες να ψαρεύουν με σταφνοκάρια.

Το Αιτωλικό είναι μια πολιτεία-νήσος που συνδέεται με τη μεγάλη στεριά με δύο πολύτοξα γεφύρια, ένα από τη Δύση και ένα από την Ανατολή. Κάτω από τα τόξα περνούν οι βάρκες με τις εξωλέμβιες μηχανές τους στο φουλ και από επάνω οι ψαράδες ρίχνουν δολωμένα τα αγκίστρια τους στο νερό. Και, ω του θαύματος, ένας ψαράς ή ο ίδιος ο ναυπηγός του δοκιμάζει ένα ολοκαίνουργιο σταφνοκάρι στο χρώμα του μίνιου, στο παρθενικό του ταξίδι. Το προωθεί με τα κουπιά και κάθε τόσο σταματά και βυθίζει στο νερό την ανεστραμμένη «ομπρέλα» που κρέμεται από τον γερανό που έχει αντί για κατάρτι. Αυτό είναι το βασικό εργαλείο του. Το μεγάλο δίχτυ μέσα στο οποίο εγκλωβίζονται τα ψάρια που τυχαίνει να βρεθούν μέσα στην εμβέλειά του. Αυτή είναι από τις πλέον εμβληματικές εικόνες της λιμνοθάλασσας, που βέβαια έχει χαράξει με χίλιους τρόπους η Βάσω Κατράκη.

Στη λιμνοθάλασσα, οι καμπύλες είναι πιο συνηθισμένες από τις ευθείες γραμμές. Εκτός από τις καλαμωτές και το αυλάκι που αφήνουν πίσω τους τα πλεούμενα. Όμως και η δική μας εντυπωσιακά ευθύγραμμη πορεία επάνω στο ήρεμο νερό γίνεται καμπύλη, καθώς η βάρκα μας κάνει ένα προσκύνημα στο εκκλησάκι της Παναγίας που καταλαμβάνει σχεδόν ολόκληρο το νησάκι και μοιάζει να πλέει στη λιμνοθάλασσα. Μια αρχέγονη αίσθηση ότι η Γη ολάκερη ταξιδεύει επάνω σε έναν απέραντο ωκεανό παρουσιάζεται σε μικρογραφία μπροστά στα μάτια μας, επάνω στο υδάτινο μονοπάτι για την Προκοπάνιστο.

Πράγματι, αυτά τα νησιά της λιμνοθάλασσας σου δίνουν την εντύπωση ότι ταξιδεύουν. Αποβιβάζεσαι και σου παίρνει αρκετή ώρα να καταλάβεις αν πατάς σε στεριά ή σε επιπλέοντα δεμάτια ξύλων που ελαφρώς σκαμπανεβάζουν. Ίσως να είναι και η επιρροή του ταξιδιού με τη βάρκα που διαρκεί και μετά το τέλος του, ακόμη και όταν καθίσαμε στο τραπέζι των ψαράδων της Προκοπάνιστου. Φυσικά είχαν μαγειρέψει κέφαλο καπαμά, αφού προηγουμένως του είχαν αφαιρέσει από την κοιλιά του τους δύο πολύτιμους λοβούς του αβγοτάραχου, του θησαυρού της λιμνοθάλασσας.

Ακολουθήσαμε την πορεία του ελληνικού χαβιαριού, που συλλέγεται κυρίως τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο, περνώντας επάνω από το δυτικό γεφύρι του Αιτωλικού, μέχρι το εργαστήριο όπου γίνεται η επεξεργασία του αβγοτάραχου «Στέφος» (www.botargostefos.gr). Ο Πέτρος Παραγιός μάς μαθαίνει πώς οι λοβοί, με σεβασμό στην παράδοση, καθαρίζονται, μπαίνουν στο χοντρό αλάτι από τις μεγάλες αλυκές της περιοχής, αφυδατώνονται και μετά φυλάσσονται μέσα στο κερί για να διατηρηθούν αρκετούς μήνες, αφού εντυπωθεί επάνω στο αβγοτάραχο, περίπου με τη μέθοδο της χαρακτικής, το μικρό ψαράκι της φίρμας.

Η επεξεργασία του είναι της υπομονής αφού απαιτούνται τουλάχιστον τρεις εβδομάδες. Ομως η υπομονή και οι κόποι των ψαράδων επιβραβεύονται εν τέλει από τις «κεχριμπαρένιες», διάφανες απέναντι στο φως, συγκινητικά νόστιμες φετούλες του αβγοτάραχου, που αναδίδουν την ίδια γεύση απόλαυσης με ένα χαρακτικό της Βάσως Κατράκη καθώς σηκώνεται επάνω από τον μελανωμένο ψαμμίτη λίθο που αντάμα με το χαρτί πέρασαν σφιχταγκαλιασμένα από την πρέσα…

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 3 Ιουνίου 2017.