Οι δρόμοι της τέχνης και της γεύσης διασταυρώνονται ιδανικά στα ήσυχα νερά της λιμνοθάλασσας
Την ώρα που ο δυνατός ήλιος γέρνει στη μεριά του Ιονίου, όλες αυτές οι λιμνοθάλασσες που προσπερνάς στα αριστερά σου ταξιδεύοντας για το Αιτωλικό μοιάζουν με ρευστό ασήμι που τείνει να γίνει μαύρο. Κοντοστέκεσαι και συλλογίζεσαι ότι αυτό το μαύρο ενέπνευσε στη χαρακτική το πιο αισιόδοξο χρώμα της. Αν για όλους τους άλλους το μαύρο σημαίνει κυρίως πένθος, για τη χαρακτική επαναλαμβάνει τις δύο πρώτες συλλαβές της λέξης, χαρά.
Η Βάσω Κατράκη πρόσθεσε με την τέχνη και την ευαισθησία της πολλή χαρά στη χαρακτική. Και βεβαίως απέραντη ελπίδα στις ατέρμονες διαστάσεις της λιμνοθάλασσας που φαίνεται να προεκτείνεται πολύ πιο πέρα και πιο μακριά, μέχρι τον ουρανό, που κάποια στιγμή γίνονται ένα. Μαγικό σχεδόν για μια «στρατευμένη» δημιουργό. Ισως γιατί η στράτευση της δημιουργού ήταν καθαρή από προσμείξεις και δεύτερες σκέψεις. Η τέχνη της δεν ήθελε να καθοδηγεί τα συναισθήματα των ανθρώπων αλλά να τα αποτυπώνει με μια έξοχη εικαστική γλώσσα, ένα βασανιστικά ψηλαφισμένο καλλιτεχνικά, απολύτως προσωπικό, ιδίωμα. Ηθος, αλήθεια, συγκίνηση. Η χαρακτική είναι πιο κοινωνική από τη ζωγραφική και γι’ αυτό η δημιουργός επέλεξε να ακολουθήσει τη διδασκαλία στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών του χαράκτη Γιάννη Κεφαλληνού, από εκείνη του ζωγράφου Κωνσταντίνου Παρθένη απ’ όπου είχε ξεκινήσει.
Ουσιαστικά, όμως, όλα άρχισαν από τη λιμνοθάλασσα. Καθώς το σπίτι της ήταν σχεδόν όλο μέσα στο νερό, τη νανούριζε η λιμνοθάλασσα ψιθυρίζοντας στο αφτί της τις χαρές και τις λύπες της, τις χάρες και τα βάσανά της, όπως έκανε σε τόσους σπουδαίους ποιητές, όπως τον Κωστή Παλαμά που μετουσίωσε τους καημούς της σε μουσική με λέξεις:
τα ‘ζησα κοντά στ’ ακρογιάλι,
στη θάλασσα εκεί τη ρηχή και την ήμερη,
στη θάλασσα εκεί την πλατιά, τη μεγάλη».
Η θάλασσα η ρηχή και ήρεμη έκτιζε έναν ακατάλυτο δεσμό με τους ανθρώπους που αναστήθηκαν δίπλα της. Στη γειτονιά που μεγάλωσε η Βάσω Κατράκη έμεναν ψαράδες. Οπως η ίδια περιγράφει με λόγια, ένα ξυπόλητο μελισσολόι τριγύριζε όλη την ημέρα γύρω γύρω από τη μικρή θάλασσα. Μια ζωή γεμάτη στεριά και θάλασσα, κόπο και μόχθο. Και το ωραίο μουσείο που είναι αφιερωμένο στη δημιουργό είναι σχεδόν μέσα στη θάλασσα, επάνω από το λιμανάκι που αράζουν οι γάιτες, τα παραδοσιακά ξύλινα σκαριά των ψαράδων της λιμνοθάλασσας, δίπλα στα συνθετικά, σύγχρονα, σκαριά που έχουν εισβάλει στη λιμνοθάλασσα.
Στη λιμνοθάλασσα, οι καμπύλες είναι πιο συνηθισμένες από τις ευθείες γραμμές. Εκτός από τις καλαμωτές και το αυλάκι που αφήνουν πίσω τους τα πλεούμενα. Όμως και η δική μας εντυπωσιακά ευθύγραμμη πορεία επάνω στο ήρεμο νερό γίνεται καμπύλη, καθώς η βάρκα μας κάνει ένα προσκύνημα στο εκκλησάκι της Παναγίας που καταλαμβάνει σχεδόν ολόκληρο το νησάκι και μοιάζει να πλέει στη λιμνοθάλασσα. Μια αρχέγονη αίσθηση ότι η Γη ολάκερη ταξιδεύει επάνω σε έναν απέραντο ωκεανό παρουσιάζεται σε μικρογραφία μπροστά στα μάτια μας, επάνω στο υδάτινο μονοπάτι για την Προκοπάνιστο.
Ακολουθήσαμε την πορεία του ελληνικού χαβιαριού, που συλλέγεται κυρίως τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο, περνώντας επάνω από το δυτικό γεφύρι του Αιτωλικού, μέχρι το εργαστήριο όπου γίνεται η επεξεργασία του αβγοτάραχου «Στέφος» (www.botargostefos.gr). Ο Πέτρος Παραγιός μάς μαθαίνει πώς οι λοβοί, με σεβασμό στην παράδοση, καθαρίζονται, μπαίνουν στο χοντρό αλάτι από τις μεγάλες αλυκές της περιοχής, αφυδατώνονται και μετά φυλάσσονται μέσα στο κερί για να διατηρηθούν αρκετούς μήνες, αφού εντυπωθεί επάνω στο αβγοτάραχο, περίπου με τη μέθοδο της χαρακτικής, το μικρό ψαράκι της φίρμας.
Η επεξεργασία του είναι της υπομονής αφού απαιτούνται τουλάχιστον τρεις εβδομάδες. Ομως η υπομονή και οι κόποι των ψαράδων επιβραβεύονται εν τέλει από τις «κεχριμπαρένιες», διάφανες απέναντι στο φως, συγκινητικά νόστιμες φετούλες του αβγοτάραχου, που αναδίδουν την ίδια γεύση απόλαυσης με ένα χαρακτικό της Βάσως Κατράκη καθώς σηκώνεται επάνω από τον μελανωμένο ψαμμίτη λίθο που αντάμα με το χαρτί πέρασαν σφιχταγκαλιασμένα από την πρέσα…
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 3 Ιουνίου 2017.