Eduardo Galeano – Εγκώμιο φαντασίας

Ήταν στην είσοδο του χωριού Ογιανταϊτάμπο, κοντά στο Κούσκο. Είχα ξεκόψει από μια ομάδα τουριστών κι στεκόμουν μόνος, να κοιτάω από μακριά τα πέτρινα ερείπια, όταν ένα παιδί απ’ το χωριό, ασθενικό και κουρελιάρικο, με πλησίασε για να μου ζητήσει να του χαρίσω ένα στυλό.

Δε μπορούσα να του δώσω αυτό που είχα, γιατί το χρησιμοποιούσα ούτε κι εγώ ξέρω για τι σόι βαρετές σημειώσεις. Tου πρότεινα, όμως, να του σχεδιάσω στο χέρι ένα γουρουνάκι.

Το νέο διαδόθηκε αμέσως. Απ’ τη μια στιγμή στην άλλη βρέθηκα τριγυρισμένος από ένα σμήνος παιδιών που ζητούσαν, ξεφωνίζοντας όσο πιο δυνατά μπορούσαν, να τους σχεδιάσω ζώα στα χεράκια τους, τα σκασμένα από τη βρόμα και το κρύο, με επιδερμίδα σαν από καμμένο δέρμα.

Ήταν κάποια που ήθελαν έναν κόνδορα, κάποια ένα φίδι, άλλα προτιμούσαν παπαγαλάκια ή κουκουβάγιες και δεν έλειπαν κι εκείνα που ζητούσαν ένα φάντασμα ή ένα δράκο.

Και λοιπόν, μέσα σ’ όλη αυτή την αναμπουμπούλα, ένας κακομοιράκος που δεν ξεπέρναγε το ένα μέτρο, μου έδειξε ένα ρολόι ζωγραφισμένο με μαύρο μελάνι στον καρπό του.

poorkid

– Μου το έστειλε ένας θείος μου από τη Λίμα – είπε.

– Και πάει καλά; – τον ρώτησα.

– Πάει λίγο πίσω – παραδέχτηκε.

kidfantasia

*****

Και για όποιον το θέλει στο πρωτότυπο:

CELEBRACIÓN DE LA FANTASÍA
Fue la entrada del pueblo de Ollantaytambo, cerca del Cuzco. Yo me había desprendido de un grupo de turistas y estaba solo, mirando de lejos las ruinas de piedra, cuando un niño del lugar, enclenque, haraposo, se acercó a pedirme que le regalara una lapicera. No podía darle la lapicera que tenía, porque la estaba usando, en no sé que aburridas anotaciones, pero le ofrecí dibujarlo un cerdito en la mano.
Súbitamente, se corrió la voz. De buenas a primeras me encontré rodeado de un enjambre de niños que exigían, a grito pelado, que yo les dibujara bichos en sus manitas cuarteadas de mugre y de frío, pieles de cuero quemado: había quien quería un cóndor y quien una serpiente, otros preferían loritos o lechuzas, y no faltaban los que pedían un fantasma o un dragón.
Y entonces, en medio de aquel alboroto, un desamparadito que no alzaba más de un metro del suelo, me mostró un reloj dibujado con tinta negra en su muñeca:
– Me lo mandó un tío mío, que vive en Lima – dijo.
– ¿Y anda bien? – le pregunté.
– Atrasa un poco – reconoció.

 

Via