Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ  Με τη σκηνοθετική «ανάγνωση» του Γιάννη Φαλκώνη

Μια στοχαστική πράξη διαλογισμού

Άνθρωποι πολλοί περίμεναν στην είσοδο του θεάτρου Έαρ Βικτώρια, την καλή ώρα να ανοίξουν οι είσοδοι, λίγο πριν την έναρξη των παραστάσεων στις 7.30 μ.μ. Δυο σκηνές, δύο παραστάσεις: στην Κεντρική Σκηνή Το αμάρτημα της μητρός μου, το ηθογραφικό αριστούργημα του Γεωργίου Βιζυηνού, σε σκηνοθεσία Ηλία Λογοθέτη, με τους Ηλία Λογοθέτη, Μαρία Ζαχαρή Ιωάννα Δαρμή και Σάββα Σουρμελίδη. Στη  Δεύτερη Σκηνή το πρόσφατο έργο της σημαντικής και πολυβραβευμένης ποιήτριας Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ, με τίτλο: Της μοναξιάς διπρόσωποι μονόλογοι (εκδ. Καστανιώτη 2016), σε σκηνοθεσία Γιάννη Φαλκώνη, με τη Γεωργία Ζώη, τον Γιάννο Θεοδούλου και τη Δήμητρα Ζέρβα, που ερμηνεύει ζωντανά στο πιάνο τις πρωτότυπες  μουσικές συνθέσεις του Γιώργου Ψυχογιού και κάποια στιγμή αυτονομείται υποκριτικά και παίρνει μέρος στα διαδραματιζόμενα. Σκηνοθετική πρωτοτυπία του Γιάννη Φαλκώνη, η παρουσία της ίδιας της ποιήτριας επί σκηνής σε συνομιλία με τον εαυτό της (τη Γεωργία Ζώη), σε νεαρότερη ηλικία.

Είμαστε από κείνους που επιλέξαμε τη Δεύτερη Σκηνή (το –εξαιρετικό-Αμάρτημα της μητρός μου, το είχαμε παρακολουθήσει σε προηγούμενη φάση). Ένας κατανυκτικός χώρος στο ιλαρό ημίφως που εκπέμπει τη σιωπηλή απαίτηση της στοχαστικής συγκέντρωσης άμα τη εισόδω, και πριν ακόμα αρχίσει η παράσταση. Αμφιθεατρική αρχιτεκτονική, λιτό σκηνικό, συνεκτική και ενιαία σχεδόν η αίσθηση μιας μέθεξης στην αναδυόμενη και αυθόρμητα επιβαλλόμενη πνευματικότητα της μικρής αίθουσας. Η «διπρόσωπη» πρωταγωνίστρια (πόσες νοηματοδοτήσεις της διπροσωπίας!) ήδη έχει πάρει τη θέση της: η ποιήτρια και ο εαυτός της (η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ και η χαρισματική αρχιτέκτων-ηθοποιός Γεωργία Ζώη. Πρόσωπα «ιερά και απαραβίαστα», όπως σε αρχαίους θεσμούς, παρέμεναν στην αινιγματική στοχαστική σιωπή τους καθώς οι θεατές-και κάποιοι γνώριμοί τους- τακτοποιούνταν σεβαστικά στις θέσεις τους. Η ατμόσφαιρα αυτή καθαυτή υποβάλλει-στην αναμονή μιας μονολογικής ιεροτελεστίας με πολλά πρόσωπα όπου πρωθιέρεια η ποιήτρια, στον πιο οργανικό, τον πιο αισθαντικό εσωτερικό της μονόλογο, στον οποίο προσκαλεί τόσους εκλεκτούς συνοδοιπόρους να τον ακουμπήσει.

Η παράσταση αρχίζει: έργο αυτοαναφορικότητας σε έξι πράξεις με ονόματα (Το άναρθρο άδειο, Εγώ και ο πόνος, Αθώα θλίψη, Ο χρόνος κι εγώ, Η υποκρισία κι εγώ, Εγώ και το ποίημα) και τρία ιντερμέδια, πάλι με τα ονόματά τους (Το αμίλητο μέλλον, Μαθήματα μοναξιάς, Εξομολόγηση στον καθρέφτη). Μια θεατροποιημένη υπαρξιακή αυτοβιογραφία, που την κυοφορεί και την πραγματώνει το βίωμα της μοναξιάς-πόσο γνώριμη στον ποιητή η μοναξιά-, τόσο εύγλωττα σιωπηλό και τόσο σιωπηλά ηχηρό στις νοητικές και συναισθηματικές εκδιπλώσεις του! «Ήταν μια μέρα παράξενη. Μια μοναξιά με είχε τυλίξει σαν σύννεφο βαρύ. Στράφηκα στην ποίηση, όπως πάντα όταν δυσκολεύομαι στη ζωή. Αλλά κι εκείνη απουσίαζε. Αυτό το καταλαβαίνω, σκέφτηκα, αφού η νιότη είναι η κύρια πηγή της ποίησης κι ακολουθεί η έμπνευση που γεννιέται από το σμίξιμο πόνου και νιότης. Και τότε μου ήρθε η ιδέα ν’αποκτήσω έναν καινούργιο συνομιλητή, τον εαυτό μου… Τώρα τον βάζω απέναντι στις δύσκολες πληγές της ζωής μου και του λέω να ξαναπαίξει το έργο, που δεν του είχα δώσει ποτέ σημασία, να δω πώς αντιμετωπίζει τον πόνο, τον καθρέφτη με την ανίερη επικαιρότητά του, το άδειο-άδειο ακόμη κι από επιθυμίες-, το χρόνο κ.ά…» Σ’έναν υπαρξιακό εγκλωβισμό η ποιήτρια, ενώπιον της οποίας ορθώνονται αδυσώπητα προσωποποιημένες οι φυσικές και μεταφυσικές οντότητες που περιβάλλουν κάθε ανθρώπινο πλάσμα και συγκροτούν τη Ζωή: ο χρόνος, τα πράγματα, οι επιθυμίες, η ύλη, ο φόβος, ο πόνος, το άγχος, ο έρωτας μαζί με τη δημιουργία ή μια ταυτολογία έρωτας και δημιουργία, η θλίψη, η απώλεια, το γήρας, ο θάνατος, το άδειο-αυτή η πεμπτουσία της ανθρώπινης τραγικότητας με τις τόσο πολλές νοηματοδοτήσεις του, από το ένυλο κενό μέχρι την αμερικανική frustration και τον υπαρξιστικό μηδενισμό-, το ταπεινό ατομικό λίγο και το άλλο το περισσότερο, το πολύ του κόσμου. Και το ποίημα-η δημιουργία- που πεισματικά συγκατανεύει, παρά τους φοβικούς διαλογισμούς, στην αθανασία της ύπαρξής του, στη μόνη διεκδικητική αυθεντία της ύπαρξης: «Να ζεις. Αρκεί να ζεις!». Ως να εκσφενδονίζεται κυριολεκτικά στο κοινό ο έσχατος λόγος του δημιουργού-και ο κάθε άνθρωπος είναι φύσει δημιουργός-μια οριακή αισιοδοξία που διαπερνάει τις αμφισβητήσεις και συγκατανεύει στο δώρο της ζωής, ταυτόσημο με το δώρο της δημιουργίας.

Και πέφτει η αυλαία! Παρατεταμένο χειροκρότημα κι έπειτα παρατεταμένη σιωπή. Ο σκηνοθέτης, ο χαρισματικός δικός μας άνθρωπος, ο Λευκαδίτης Γιάννης Φαλκώνης, ανάμεσα στους θεατές, κριτικός θεατής και ο ίδιος, κανοναρχεί τώρα μιαν άλλη «παράσταση», στην οποία εμπλέκεται όλως αβίαστα και το κοινό. Έτσι μοιάζει τώρα η επικοινωνία όλων μας με την ποιήτρια, τον εαυτό της (Γεωργία Ζώη), με τον σκηνοθέτη, τη Δήμητρα, τον Γιάννο, με όλους. Ερωτήματα, προβληματισμοί, κρίσεις. Οικείωση με αισθήματα, σκέψεις-μια κινητικότητα ψυχικών και νοητικών παρενεργειών της παράστασης. Ένα ολοκληρωμένο μάθημα κοινωνικής, υπαρξιακής και αισθητικής αγωγής. Αυτό που προπάντων είναι και ο πρωταρχικός «λόγος» του θεάτρου.

Ο Γιάννης Φαλκώνης προσφυώς επέλεξε το έργο αυτό της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ-την ανθρώπινη κατάδυση και ανασκαφή του ένδον μικρού και ταπεινού της ατομικής ζωής, όταν αναμετράται με το απροσμέτρητο χωρίς να χάνει και τα όρια του έξω από την ατομική ύπαρξη κόσμου. Προσφυώς επέλεξε και τους συνεργάτες του που θα υλοποιήσουν τη σκηνική ανάγνωση του έργου και θα αποκαλύψουν τη φανερή και τη λανθάνουσα δυναμική του. Τη Γεωργία Ζώη, μια έκρηξη μεταμορφούμενων προσωπείων-μια θεατρική persona η ίδια, να σπαράζει αναδεύοντας επί σκηνής τα σπαράγματα της ψυχής μέσ’από τις δραματικές περιελίξεις της πρωταγωνίστριας μοναξιάς. Τον Γιάννο Θεοδούλου, τον άκαμπτο, αυταρχικό Χρόνο- ταυτολογία του Θανάτου, που ύπουλα εμβάλλει τον τρόμο της αυταρχίας του σε αιφνιδιαστικές παρουσίες μακάβριας τελετής, όπως μπροστά στα μάτια του Ιππότη Αντόνιο Μπλοκ στην Έβδομη Σφραγίδα του Μπέργκμαν. Και τη Δήμητρα Ζέρβα, η οποία στη διακριτική της γωνιά, μέσα στο ημίφως του εξομολογητηρίου θαρρείς,  επενδύει με τους ήχους του πιάνου της, και τη μουσική του Γιώργου Ψυχογιού, τα συνοδά συναισθήματα εμπλέκοντας στο ρυθμό της ομόηχα τους πάντες αδιακρίτως. Και αίφνης εγκαταλείπει τη μοναχική της θέση στο πιάνο, και ενδύεται έναν ακόμα συγκλονιστικό εταίρο της μοναξιάς, την Υποκρισία, για να αναμετρηθεί με την εκ βαθέων στοχαστικότητα του Εγώ (της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ) με την προσωποποιημένη Υποκρισία. Και οι δυο μαζί να παράξουν «δισσούς λόγους» και αντιθετικούς, που όμως κάποτε υποχωρούν στο όνομα της κοινωνικής συμβατικότητας.

Σε επίπεδο δραματουργικής προσέγγισης του κειμένου, ο Γιάννης Φαλκώνης αναγιγνώσκει ευφάνταστα το έργο χωρίς να διαταράξει ούτε στο ελάχιστο τον «λόγο» του-πάντα ο Γιάννης Φαλκώνης δημιουργεί σκηνοθετικά χωρίς να υπονομεύει την πρωτογενή δημιουργία- αλλά με τη μαεστρία της προσωπικής μεθερμηνείας των σημαινόμενών του ψυχαναλύει το εσώτερο εγώ του κειμένου. Σχηματίζοντας ως «κριτικός αναγνώστης» και δημιουργικός συντελεστής της ερμηνείας του την προσωπική του ματιά πάνω στο έργο, ανιχνεύει και αξιοποιεί σκηνοθετικά τη δράση, τα δρώντα πρόσωπα, τις μορφές και τα επίπεδα των συγκρούσεων, τη φιλοσοφία και τις αισθητικές ορίζουσες του κειμένου, ενορχηστρώνει και «διδάσκει»: χαρακτήρες  «ένζωους» και χαρακτήρες που υλοποιούνται από αφηρημένες έννοιες (Χρόνος, Υποκρισία), σκηνικά, διαχείριση προβλημάτων σκηνικής οικονομίας για να στηρίξει τη δική του ερμηνευτική ανάγνωση και να υλοποιήσει τη δημιουργική σκηνική μορφοποίηση του έργου.

Και η αυλαία δε λέει να πέσει. Η τρίτη ζωή του έργου, η επαφή και το παίξιμο με το κοινό, όλων με όλους, που κατανικάει τον νενομισμένο χρόνο της παράστασης,  δικαιώνει τόσο την πρωτογενή δημιουργία όσο και τη δραματική της μετουσίωση: τη σκηνοθετική διδασκαλία που δεν ανταποκρίνεται απλώς στην ερμηνευτική και αισθητική άποψη του σκηνοθέτη Γιάννη Φαλκώνη, αλλά και στην ενσυναισθητική προσδοκία και ευαίσθητη ακρόαση του κοινού του.

Η μοναξιά της Κατερίνας Αγγελάκη Ρουκ-παραστατική εκδοχή του Γιάννη Φαλκώνη- έθραυσε την παγερότητα των τειχών της και δημιούργησε μια φιλότητα ανθρώπινης αλληλεγγύης. Εκεί, στο μικρό κομψό θεατράκι Έαρ Βικτώρια-νίκη πραγματική της άνοιξης του ανθρώπινου πολιτισμού: όπου και εντάσσεται ως ευρύτερο όραμα πολιτισμού η πρόσφατη διακήρυξη καλλιτεχνών, ποιητών και συγγραφέων (υπό την αιγίδα της Εταιρείας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων και Μεταφραστών και με πρωταγωνιστή και εμψυχωτή τον Γιάννη Φαλκώνη), να ζωντανέψουν τον Άνθρωπο ξανά σήμερα μέσω της καλλιτεχνικής πράξης και της αυθεντικής αισθητικής και κοινωνικής ενσυναίσθησης. Πιστεύουμε και υλοποιούμε αυτό το όραμα από πολλούς και διαφορετικούς, αλλά συγκλίνοντες, δρόμους και συμπορευόμαστε δίπλα τους.

Παρασκευή Κοψιδά-Βρεττού

Διδάκτωρ Φιλολογίας, Συγγραφέας

Πρόεδρος Συνδέσμου Φιλολόγων Λευκάδας