Το ιερό μαντείο της Δωδώνης

Η περιοχή της Δωδώνης κατά την παράδοση έχει λάβει το όνομά της από τον Δώδωνα, γιο του Δία και της Ευρώπης (Σοφοκλής, Τραχινίαι 172) ή από τη Δωδώνη, κόρη του Ωκεανού και της Τηθύας, όπως αναφέρει ο Στέφανος ο Βυζάντιος. Το ιερό μαντείο της Δωδώνης (χρηστήριον Δωδώνης) βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της Ελλάδας, στην Ήπειρο, νοτιοδυτικά των Ιωαννίνων και ανατολικά από τους πρόποδες του όρους Τόμαρος, 600 μ. από την επιφάνεια της θάλασσας, προσιτό κυρίως από τα παράλια της Θεσπρωτίας. Ήταν ίσως το παλαιότερο και σημαντικότερο μαντείο της πρώιμης αρχαιότητας, ενεργό πιθανώς από τη δεύτερη χιλιετία π.Χ., αλλά σύντομα έγινε δεύτερο σε σημασία ιερό μετά το μαντείο των Δελφών. Στις αρχές του 3ου αιώνα π.Χ, ο βασιλιάς Πύρρος μετέτρεψε τη Δωδώνη σε θρησκευτική πρωτεύουσα της περιοχής του, οικοδομώντας μια σειρά από σημαντικά κτίρια γύρω από το μαντείο όπως ο ναός της Διώνης. Αν και σταδιακά έχανε την αίγλη του, ειδικά μετά την πρώτη καταστροφή που υπέστη το 219 π.Χ. από τους Αιτωλούς, οι οποίοι με επικεφαλής το Δωρίμαχο τον Τριχωνέα κατέκαψαν το ιερό (Πολύβιος, Ιστορίαι Δ’,67,3), αυτό ανακατασκευάστηκε και είχε ικανοποιητική επισκεψιμότητα έως την άνοδο του Χριστιανισμού. Το 392 μ.Χ. επί αυτοκράτορα Θεοδόσιου, το μαντείο σίγησε, ο ναός έκλεισε, όπως και όλοι οι ειδωλολατρικοί ναοί, και κόπηκε η μοναδική ιερή βελανιδιά που είχε απομείνει κοντά στο βωμό. Αξίζει να σημειωθεί ότι, σύμφωνα με τον Απολλώνιο το Ρόδιο, από τις ιερές βελανιδιές της Δωδώνης είχε κατασκευαστεί η καρίνα της Αργούς, οι μαντικές ικανότητες της οποίας βοήθησαν τους Αργοναύτες στο επίπονο ταξίδι τους προς την απόκτηση του Χρυσόμαλλου Δέρατος.

Θεϊκή καταγωγή

Το ιερό μαντείο της Δωδώνης ήταν αρχικά αφιερωμένο στη Μητέρα Γη (Γαία), η οποία στην περιοχή ονομαζόταν και Διώνη. Αργότερα το ιερό αφιερώνεται στο θεϊκό ζευγάρι του Δία καιτης Διώνης. Κατά τους πρώιμους ιστορικούς χρόνους το μαντείο ήταν υπαίθριο, πλαισιωμένο από ιερό δάσος με τις ‘θεϊκές’ βελανιδιές, ενώ μία πηγή αφιερωμένη στο Δία βρισκόταν πλησίον και πιθανώς χρησίμευε για τους απαραίτητους εξαγνισμούς. Ο Δωδώνιος Δίας στα ομηρικά έπη ονομάζεται και ως Πελασγικός, ενώ ο Ηρόδοτος τον αναφέρει και ως Δία Ναίο, συνδέοντάς τον με τις Ναϊάδες, τη γη και τη γονιμότητα. Ο Αριστοτέλης (Μετεωρολογικά) θεωρεί ότι ο χώρος της Δωδώνης αποτελούσε το λίκνο των Ελλήνων, ταυτίζοντας την περιοχή με τον τόπο καταγωγής του Έλληνα, γιου του Δευκαλίωνα, και συνδέει την περιοχή της Δωδώνης και του Αχελώου ποταμού με το μύθο του κατακλυσμού επί Δευκαλίωνα. Ακολουθώντας πιθανώς την ίδια παράδοση, ο Πλούταρχος αποδίδει την ίδρυση του μαντείου και τη λατρεία του Δία στη Δωδώνη στο Δευκαλίωνα και την Πύρρα με πιθανό χρόνο τέλεσης αμέσως μετά τον κατακλυσμό.



Οι αρχαίες πηγές

Από τα ομηρικά έπη πληροφορούμεθα ότι το μαντείο ήταν αφιερωμένο στο Δία, τον άνακτα (βασιλιά) της Δωδώνης, θεού των Πελασγών, του οποίου οι ιερείς ονομάζονταν Σελλοί ή Ελλοί, με πιθανούς δεσμούς στον Έλληνα. Σύμφωνα με τα έπη, οι ιερείς του Δία ήταν ανυπόδητοι και κοιμόνταν στο έδαφος κάτω από τη θεϊκή βελανιδιά, ώστε να μπορούμε να εικάσουμε τον υπαίθριο χαρακτήρα του μαντείου και την άμεση σύνδεσή του με τις δυνάμεις της γης και τη γονιμότητα. Ο ναός και τα γύρω κτίρια κατασκευάστηκαν σταδιακά τους επόμενους αιώνες (από τον 4ο αιώνα π.Χ. και μετά).

Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (2.55-7), ως ιέρειες του μαντείου αναφέρονται και οι γκριζομάλλες Πελειάδες, με νύξεις στην πέλεια, ένα από τα μαύρα περιστέρια που ξεκινώντας από τη Θήβα της Αιγύπτου, έφτασε στη Δωδώνη και αφού κάθισε στην ιερή βελανιδιά με ανθρώπινη φωνή υπέδειξε την περιοχή ως ιερή. Από αυτήν και από άλλες πηγές μαθαίνουμε ακόμη ότι στη Δωδώνη χρησμοί δίνονταν από την ερμηνεία του θροΐσματος των φύλλων της βελανιδιάς, ή το κουκούρισμα των ιερών πελειών, την πτήση των πουλιών που φώλιαζαν στις βελανιδιές, ή το κελάρυσμα των νερών της ιερής πηγής κοντά στο βωμό ή τον ήχο μεταλλικών αντικειμένων που βρίσκονταν γύρω από το βωμό ή που πιθανώς κρέμονταν από τα ιερά δέντρα.

Προσφορές και πρωτεία

Οι προσφορές στο θεϊκό ζευγάρι του Δία και της Διώνης χρονολογούνται από τον 8ο αιώνα π.Χ. Μεταξύ αυτών υπήρχαν κοσμήματα, όπλα, ειδώλια και πολλοί χάλκινοι τρίποδες. Αν και πολλά θρησκευτικά κτίρια και άλλες κατασκευές ανεγέρθηκαν στην περιοχή μετά τον 4ο αιώνα π.Χ., το ιερό παρέμεινε υπαίθριο λόγω πιθανώς του συμβολισμού του και της σύνδεσής του με τη θεά Γαία, ενώ η θεία βελανιδιά ήταν πάντα περιτριγυρισμένη από χάλκινους τρίποδες που σχημάτιζαν κάποιο είδος περίφραξης. Τους χάλκινους αυτούς τρίποδες τους αφιέρωναν οι πιστοί που προφανώς τους προμηθεύονταν από μεταλλουργούς της τοπικής κοινωνίας, συμβάλλοντας έτσι το μαντείο τα πλείστα στην οικονομία της περιοχής. Όταν μειώθηκε η επιρροή που ασκούσε το μαντείο λόγω των αρχέγονων μύθων καταγωγής των Ελλήνων και εξαιτίας του δύσβατου της περιοχής, αλλά και επειδή οι επισκέπτες το συμβουλεύονταν κυρίως για προσωπικούς και όχι για κρατικούς λόγους, πρώτο στην ιεραρχία και επισκεψιμότητα κατέστη το μαντείο των Δελφών, που χρησμοδοτούσε και για κρατικές υποθέσεις, διαδραματίζοντας έτσι σημαίνων ρόλο στην πολιτική και διπλωματική ιστορία των αρχαίων κοινωνιών.

Πηγή