Κώστας Ντε Βαλαμόντε – Μια επείγουσα «γνωριμία»

Της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού

Στις 28 Γενάρη συμπληρώνονται 19 ακριβώς χρόνια από τον θάνατο του Κώστα Βαλαμόντε. Και ήδη έχει αρχίσει να γίνεται έντονη η παρουσία του στα τοπικά μέσα και στις ιλαρές αναμνήσεις των συμπολιτών του. Γιατί ο Κώστας Βαλαμόντε (1911-1998) πέρασε από την πόλη της Λευκάδας ως φαινόμενο της λαϊκής έκφρασης του γέλιου μ’έναν μοναδικό, παραλογικά εκφρασμένο τρόπο, που σε καμιά περίπτωση δεν συμβαδίζει με την τοπική παράδοση της λαϊκής σάτιρας. Εντούτοις, η περίπτωση του Κώστα Βαλαμόντε εγκαθίσταται στο φαντασιακό τού Λευκαδίτη με τη σκευή της ετερόδοξης τρέλας του, που εκφράζεται με ποικίλες ευρηματικές χειρονομίες λόγου και πράξης. Ήθελα σ’αυτό το σημείο να υπογραμμίσω και τις υποκριτικές και σωματικές του δεξιότητες, που εκδηλώνονται στη «σκηνή» του παιξίματός του-είτε είναι το Πάνθεον και  ο Απόλλων, είτε το απέραντο αυτοσχέδιο «θέατρο του δρόμου»- και επιδέχονται σήμερα μιας σύγχρονης ερμηνευτικής προσέγγισης: της «επικής»περφόρμανς  με τη μπρεχτική έννοια: όπου δηλαδή ο «υποκριτής» δεν επιδιώκει απλώς μιαν ερμηνεία του έργου, αλλά στοχεύει στην ενεργοποίηση της κριτικής στάσης του κοινού που παρακολουθεί την παράσταση.

Μια τέτοια «γραφικότητα» της καθημερινής ζωής εισβάλλει στη ζωή όλων-από το 1950 και μετά- και γίνεται μέρος της «παράστασης» στην οποία μετέχουν αυθόρμητα και φανατικά οι συμπολίτες του Βαλαμόντε, καθώς ο ψυχισμός και η πολιτισμική τους παράδοση συντονίζεται άνετα με τη δημιουργική ιδιοφυϊα του. Ο ίδιος βέβαια ήξερε τι εκπροσωπεί, ήταν μυημένος εμπειρικά αλλά με περισσή, ευφυή προσαρμογή,  στα τεκταινόμενα του ευρωπαϊκού χώρου και συγκεκριμένα στην πρωτοπορία του Παρισιού και της Ζυρίχης των πρώτων δεκαετιών του εικοστού αιώνα, με τα ανατρεπτικά κινήματα της avant-garde του ντανταϊσμού και του σουρεαλισμού.

Αυτή την παραλληλία διαπραγματεύομαι στο βιβλίο μου-μονογραφία για τον Κώστα Βαλαμόντε, με τον τίτλο: Λαϊκός σουρεαλισμός: Κώστας Ντε Βαλαμόντε, ο αντιήρωας μιας παρα-λογικής αφήγησης (πρόλογος: Νάνος Βαλαωρίτης-Μ. Γ. Μερακλής, εκδ. Fagotto books, Αθήνα 2007). Στόχος μου ήταν να αναδειχθεί η ιδιοφυής προσέγγιση από τον Κώστα Βαλαμόντε, της τέχνης (ποίησης και ζωγραφικής) αλλά και των πολλαπλών χειρονομιών της σάτιρας ως μια καλλιτεχνική και εμπρόθετη μορφή κοινωνικής συνάφειας μέσω της τέχνης και των ιδιόμορφων λεκτικών κωδίκων του δημιουργού της. Επρόκειτο για μια συστηματική έρευνα τόσο πάνω στα κινήματα της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας όσο και στην εντελεχή και τεκμηριωμένη συνάφεια του Κώστα Βαλαμόντε μ’αυτά. Αυτή η προσέγγιση ωστόσο του Κ. Βαλαμόντε είναι άωρη ακόμα στη  συλλογική συνείδηση, καθώς απευθύνεται στην καθαρή νόηση, ενώ ο ίδιος παραμένει στη συναισθηματική και ψυχική μας πραγματικότητα ως ο «ηθοποιός» που φαίδρυνε και πλούτισε την καθημερινή μας ζωή με το ταλέντο του να μας κάνει κοινωνούς του ακατάσχετου γέλιου του: ό,τι περισσότερο έχουν ανάγκη οι άνθρωποι στον καθημερινό τους αγώνα σπρώχνοντας «το κάρο» φορτωμένο με το άχθος της κάθε μέρας. «Φαίνεται ότι το γέλιο έχει ανάγκη από αντίλαλο», θα γράψει ο Henri Bergson, σΤο Γέλιο του. «Ακούστε το καλά: δεν είναι ήχος έναρθρος, καθαρός, τελειωμένος. Είναι κάτι που θα ήθελες να επιμηκυνθεί αντηχώντας σιγά-σιγά, κάτι που αρχίζει με λάμψη και συνεχίζεται με κατρακυλίσματα, όπως η βροντή στο βουνό…Το  γέλιο μας είναι πάντα το γέλιο μιας ομάδας (ό.π., σ. 12-13).

Την πλευρά αυτή του Κώστα Βαλαμόντε γνώρισαν οι κάτοικοι της πόλης, την αφομοίωσαν και την ενέταξαν στον πολιτισμό τους, έκφραση ενός τοπικού αστικού πολιτισμικού φαινομένου. Την ουσιώδη, καλλιτεχνική του διάσταση όμως, την πολυσύνθετη δημιουργική του δραστηριότητα, αυτήν που «εντάσσεται» και ανήκει οργανικά σε ανώτερες εκφράσεις του ευρωπαϊκού πολιτισμού (ποίηση, ζωγραφική, χειρονομιακή έκφραση, ιδιότυπη κοινωνική λειτουργία) είναι ό,τι θα πρέπει συν τω χρόνω να κατανοήσουμε και να αναδείξουμε-μοναδικό, απ’όσο μπορώ να γνωρίζω, ερευνώντας για χρόνια το ζήτημα-και να εντάξουμε στο οπλοστάσιο της γνωριμίας μας με τον Κώστα Βαλαμόντε. Διαφορετικά θα εξακολουθήσουμε να ανασκάπτουμε στη μνήμη μας ανεκδοτολογικές συρραφές της διασκεδαστικής ιδιοτυπίας του, ανερμάτιστες και ασυντόνιστες χειρονομίες που στοιχειοθετούν απλώς της ετερότητα και την περιθωριακότητά του. Ο Κώστας Βαλαμόντε όμως, ο ιδιοφυής ποιητής, ζωγράφος και λαϊκός περφόρμερ δεν θα έχει ταρακουνήσει τη συνείδηση των συμπολιτών του, δεν θα έχει διεκδικήσει τον πραγματικό σεβασμό του μεγάλου ταλέντου του. Θα παραμένει ο μονόπλευρος άνθρωπος, ο απλός διασκεδαστής-όπως καταγράφεται στα κείμενα που κάθε τόσο βλέπουν το φως της δημοσιότητας- μια ανεπίτρεπτη αδικία του τόπου, τον οποίο επέλεξε για μεγάλη σκηνή της ατελεύτητης «παράστασής» του. Ένα συνέδριο για την επόμενη χρονιά, που συμπληρώνονται 20 χρόνια από τον θάνατό του, θα μπορούσε να αναταράξει τα στάσιμα νερά…

Ένα ακόμα άγνωστο σουρεαλιστικό ποίημα του Κώστα Ντε Βαλαμόντε

Κι ένα «δώρο», γι’αυτό το σύντομο –προεισαγωγικό-αφιέρωμα μνήμης στον Κώστα Ντε Βαλαμόντε: Το ποίημα που παραθέτω γράφηκε από τον Κώστα Βαλαμόντε προς τιμήν του φίλου του, ταλαντούχου ζωγράφου και ποιητή Βασίλη Σίδερη, που πέθανε πολύ νέος, στις 7 Μαϊου 1953, έχοντας προσφέρει στη διάρκεια της βραχύβιας ζωής του, τόσο πολλά στον πολιτισμό του νησιού (ανάμεσα στ’άλλα η θεατρική δραστηριοποίησή του στον «Όμιλο Ερασιτεχνών Λευκαδίων Νέων, που ιδρύθηκε το 1928,  στη Λαϊκή Σκηνή, το ερασιτεχνικό λαϊκό θέατρο της ΕΠΟΝ, με έδρα την Καρυά, στα χρόνια της Κατοχής και αργότερα στον Ορφέα, μαζί με τον Γιάννη Αθηνιώτη). Το ποίημα δημοσίευσε ο Βαλαμόντε στην εφημερίδα «Ανθρωπιστής», του ιδιόρρυθμου επίσης δημοσιογράφου και ερασιτέχνη ιστορικού, Πάνου Θ. Κουνιάκη (αριθμ, φύλλου 507, 12 Απριλίου 1955).

(Το ποίημα παρατίθεται χωρίς καμία αλλαγή της ορθογραφίας, εκτός από τη χρήση του μονοτονικού).

Στον αξέχαστο φίλο μου Βασίλη Σίδερη

Η μνήμη αταινίζει στις χάρτες των αιώνων στο σκέπασμα ενός μνήματος να δη του δρόμου που κτένισε ο αείμνηστος Βασίλης Σίδερης. Τον δρόμο του Μουσικοφιλολογικού Ορφέως.

Ακούωνται γκρεμοί στο στύβο της σμηρτιάς σου
Πλωτός ραβδίτης βρήκε την αμάδα σου
Από την σάρκαν το γονυπετός σαν τοίχου λαβομάρτυς
Με όλο το κυμάτος ουρανοουργεί την πίρσα του.

Μαζύ επάλμωσε από χαμόκλαδα οριζοστάσιο
Και αν δη ο ηλιοδηγός το βυθαλέο βλάμα
Βουβή αστρότητα χειροτονεί το μνήμα σου
Λευκάδα του κυπαρισιού να λεξοστή το γάλα σου.

Μη δείχνης το ποτέ πριν κούνημα αρδόσι
Από φωτιά στα άγναντα βοτάνισε η σκήζα
Και κλήσε το ενθάδε με το κουπί του φύλακα
Ως που ο γαυγιστής σκιά ανοίξη στο ξεράδι σου.

Είμαι γνωσάρης του γυρτού από υμνήτορα
Στα βάθη ντίνο τη φωνή με το αχόρταγο γονάρι
Που κόβη ζύμωσις τον χρόνο του Μαγιού
Και αν ο ήλιος πορτοουργεί μαζεύω πόλου το χαμό.

Κ. ΝΤΕ ΒΑΛΑΜΟΝΤΕ