Ανεμόεσσα

Από τον Δημήτρη Ε. Σολδάτο

Τα καψώνια ξεκίνησαν απ’ την Κόρινθο, με το «καλημέρα». Αξέχαστο μας έμεινε το εορταστικό επεισόδιο: Παραμονή Πρωτοχρονιάς, ο Επόπτης εισβάλλει στο ΚαΨιΜί και κλείνει την τηλεόραση στους νεοσύλλεκτους. «Στραβάδια, τέρμα τα γλέντια! Το ΚαΨιΜί θέλει καθάρισμα! Πάρτε τις σκούπες!»

Εμείς γίναμε έξω φρενών: «Να μας βρει η νέα χρονιά με τις σκούπες στο χέρι;» Ο Επόπτης ανένδοτος: «Είναι διαταγή!» Στον Στρατό, αν παραβείς την εντολή αυτή, σημαίνει ακόμα και στρατοδικείο. Δημιουργήθηκε, βέβαια, για καιρό πολέμου, όχι για… σκούπισμα! Όμως, ποιος ήθελε να μπλέξει; Έναν μήνα είχαμε στον στρατό.

Μουρμουρίζοντας, πήραμε τις σκούπες και αρχίσαμε να καθαρίζουμε το… πεντακάθαρο ΚαΨιΜί. Ένα λεπτό απόμενε για την αλλαγή του χρόνου. Ο επόπτης μας κοίταζε καγχάζοντας. Ποιος ξέρει τι σκεφτόταν! Ίσως κάποιο «βύσμα» που τον έχωσε μέσα τέτοια μέρα, κι έπρεπε να εφαρμόσει κι αυτός το πρωτόκολλο Μ.Π.Α. (Μεταβιβαστικό Πρήξιμο Αρχιδιών). Ίσως πως κανείς δεν του έδινε σημασία κι έπρεπε, έστω και μ’ αυτόν τον τρόπο, κάποιος να του δώσει. Ή, ίσως, απλώς, να ήταν μαλάκας! Ένα δευτερόλεπτο πριν την Πρωτοχρονιά, συνέβη κάτι μοναδικό και απροσχεδίαστο: αφήσαμε όλοι τις σκούπες να κάνουν έρωτα στο πάτωμα και ψάλαμε τα κάλαντα, χρησιμοποιώντας για τρίγωνα τα κλειδιά μας! Ο επόπτης σάστισε! Πήγε να πει: «Πάρτε τις σκούπες!» μα το μετάνιωσε. Ψέλλισε μόνον ανάμεσα απ’ τα δόντια του: «Θα δείτε τι έχετε να πάθετε, κωλοφάνταρα!»

Και πράγματι, μια ώρα αργότερα εισέβαλε στον θάλαμο, μας πήρε όλα τα ραδιοφωνάκια, για να μην μπορούμε ν’ ακούμε μουσική, και διέταξε να σβήσουν τα φώτα! Μείναμε στο παγωμένο σκοτάδι κοκαλωμένοι απ’ την απρόσμενη εξέλιξη. Τότε, ένας Ζίπο αναπτήρας άναψε δειλά… Ύστερα δύο, τρεις, όπως σε συναυλία! Αλλά μουσική δεν είχαμε. Σηκώθηκα όρθιος και τους τραγούδησα. Πανζουρλισμός! Κάποιος άρχισε να χορεύει. Άλλος έχωσε το χέρι του στον σάκο κι έβγαλε ένα μπουκάλι τσικουδιά με άρωμα τριαντάφυλλο. Το μπουκάλι από στόμα σε στόμα, το τσιγάρο από χέρι σε χέρι… Ο θάλαμος Δείπνος Μυστικός κι ο Ιούδας φευγάτος. Ίσως κάπου κρύφτηκε να κλάψει για την προδοσία του ή να κρεμάσει τον εαυτό του απ’ το κλαδί της αυτοκριτικής, που όταν είμαστε μόνοι έρχεται στα σκοτεινά και μας δικάζει. Ο Ιούδας…, ο επόπτης ήθελα να πω, δεν ξαναφάνηκε. Ποιος ξέρει τι λούκι τράβαγε κι αυτός πρωτοχρονιάτικα!

Απόσπασμα από το βιβλίο «Λευκαδίτικα Διηγήματα» του Δημήτρη Ε. Σολδάτου Fagoottobooks 2016