Κορνήλιος Καστοριάδης: Η αντιφατική ταυτότητα των Νεοελλήνων

Ήταν 26 Δεκεμβρίου του 1997, όταν η φωνή ενός εκ των σπουδαιότερων Ελλήνων διανοητών σίγησε στο Παρίσι.

Ήταν 26 Δεκεμβρίου του 1997, όταν η φωνή ενός εκ των σπουδαιότερων ελλήνων διανοητών σίγησε στο Παρίσι. Ο Κορνήλιος Καστοριάδης, φιλόσοφος, ψυχαναλυτής, οικονομολόγος και θεωρητικός της αυτονομίας γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1922. Το έργο του συνδέθηκε όσα λίγα με τη διεπιστημονικότητα και τον συνδυασμό διαφορετικών γνωστικών πεδίων από τη φυσική μέχρι την κοινωνιολογία και τη βιολογία.

Το 1944 φεύγει με το πορτογαλικό πλοίο Ματαρόα για το Παρίσι όπου εγκαθίσταται μόνιμα. Ιδρυτικό μέλος της ομάδας «Socialisme ou Barbarie», μαζί με τον γάλλο φιλόσοφο Claude Lefort, άσκησε έντονη κριτική στα καθεστώτα του υπαρκτού -τότε- σοσιαλισμού και στον ορθόδοξο μαρξισμό.

Στο σημαντικότερο, ίσως, βιβλίο του με τίτλο «Η φαντασιακή θέσμιση της Κοινωνίας» ο Καστοριάδης επιχειρεί μια συνολική προσέγγιση της δυτικής σκέψης, συνδυάζοντας στοιχεία κοινωνικής και πολιτικής θεωρίας με την ψυχανάλυση.

Με την ευκαιρία συμπλήρωσης 19 χρόνων από το θάνατό του, αναδημοσιεύουμε ένα απόσπασμα μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα διάλεξη που είχε κάνει στο Τριπόταμο Τήνου, τον Αύγουστο 1994.

Η αντιφατική ταυτότητα του Νεοέλληνα:

«…Τα κεντρικά στοιχεία του Ελληνικού δράµατος είναι, από τη µια µεριά, η τριπλή αναφορά που περιέχει για µας η παράδοση: αναφορά στους αρχαίους Έλληνες, αναφορά στο Βυζάντιο, αναφορά στην λαϊκή ζωή και κουλτούρα, όπως αυτή δηµιουργήθηκε στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου και κάτω από την Τουρκοκρατία. Από την άλλη µεριά, η αντιφατική και, θα µπορούσε να πει κανείς, ψυχοπαθολογική σχέση µας µε τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισµό, που περιπλέκεται ακόµα περισσότερο από το γεγονός ότι ο πολιτισµός αυτός έχει µπει εδώ και δεκαετίες σε µία φάση έντονης κρίσης και υποβόσκουσας αποσύνθεσης.

Η διπλή και ταυτόχρονη αναφορά στην αρχαία Ελλάδα και στο Βυζάντιο, που αποτέλεσε το επίσηµο «πιστεύω» του νεοελληνικού κράτους και του πολιτιστικού κατεστηµένου της χώρας, οδήγησε και οδηγεί σε αδιέξοδο, κατά πρώτο και κύριο λόγο διότι οι δυο αυθεντίες που επικαλείται βρίσκονται σε διαµετρική αντίθεση µεταξύ τους. Ο αρχαίος ελληνικός πολιτισµός είναι πολιτισµός ελευθερίας και αυτονοµίας, που εκφράζεται στο πολιτικό επίπεδο στην πολιτεία ελεύθερων πολιτών που συλλογικά αυτοκυβερνώνται και στο πνευµατικό επίπεδο µε την ακατάπαυστη επαναστατική ανανέωση και αναζήτηση. Ο βυζαντινός πολιτισµός από την άλλη, είναι πολιτισµός θεοκρατικής ετερονοµίας, αυτοκρατορικού αυταρχισµού και πνευµατικού δογµατισµού. Στο Βυζάντιο δεν υπάρχουν πολίτες, αλλά υπήκοοι του αυτοκράτορα, ούτε στοχαστές, µόνο σχολιαστές ιερών κειµένων.

Η προσπάθεια συνδυασµού και συµφιλίωσης αυτών των δύο αυθεντιών λοιπόν, δεν µπορούσε παρά να νεκρώσει κάθε δηµιουργική προσπάθεια και να οδηγήσει σε ένα στείρο σχολαστικισµό, όπως αυτός που χαρακτήριζε το πνευµατικό κατεστηµένο της χώρας επί ενάµισυ σχεδόν αιώνα µετά την ανεξαρτησία και που επαναλάµβανε τα χειρότερα µιµητικά στοιχεία του Βυζαντίου. Καθ’ όσο ξέρω, είµαστε ο µόνος λαός µε µεγάλο πολιτιστικό παρελθόν που πρόσφερε στον κόσµο το γελοίο και θλιβερό θέαµα προσπάθειας τεχνητής επαναφοράς της γλώσσας που µιλιόταν πριν από 25 αιώνες. Ούτε οι Ιταλοί προσπάθησαν να ξαναζωντανέψουν τα λατινικά, ούτε οι Ινδοί τα σανσκριτικά. Και είναι εξίσου χαρακτηριστικό ότι ενώ η ∆υτική Ευρώπη, στους δυο περασµένους αιώνες εγέννησε δεκάδες λαµπρούς ελληνιστές, µόνο τρία ονόµατα έχουµε που µπορούν να σταθούν αχνά στο ίδιο επίπεδο µε αυτούς: Τον Κοραή, τον Βερναρδάκη και τον Συκουτρή -τον οποίο Συκουτρή οδήγησε χαρακτηριστικά σε αυτοκτονία ο φθόνος και το µίσος των κηφήνων τού εν Αθήνησι Πανεπιστηµίου. Περηφανευόµαστε ότι είµαστε απόγονοι των αρχαίων, αλλά για να µάθουµε τι έλεγαν και τι ήταν οι αρχαίοι πρέπει να προσφύγουµε σε ξένες εκδόσεις και σε ξένες µελέτες.

Αυτή η ίδια στάση έκανε ασφαλώς επίσης αδύνατη τη γονιµοποίηση της λαϊκής παράδοσης και την µεταφορά της στο χώρο της έντεχνης παιδείας, µε εµφατική εξαίρεση την ποίηση. Αρκεί να σκεφθεί κανείς ότι ο τεράστιος µουσικός πλούτος της λαϊκής µουσικής σε µελωδίες, ρυθµούς, κλίµακες και όργανα, έµεινε νεκρός στα χέρια των νεοελλήνων συνθετών, όπως έµεινε άχρηστος και ο αρχιτεκτονικός και διακοσµητικός πλούτος της λαϊκής παράδοσης.

Τέλος, αυτή η αναφορά στα δύο µεγάλα παρελθόντα, µε τον αποστειρωτικό τρόπο που ετέθη, είναι στη ρίζα της σχιζοφρενικής µας σχέσης µε τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισµό, του συνδυασµού ενός κακοµοιριασµένου αισθήµατος κατωτερότητας και µιας ψωροπερήφανης και αστήρικτης αυθάδειας. Έτσι παίρνουµε από τους ξένους τις BMW, τις τηλεοράσεις, τα κατεψυγµένα, κλπ, κλπ, χωρίς να µιλήσω για τα πακέτα Ντελόρ, και τους βρίζουµε για την υποδούλωσή τους στην τεχνική και στον ορθολογισµό τους. Πράγµατα που η ∆ύση βέβαια δεν περίµενε τους νεοφώτιστους ελληνοορθόδοξους για να τα κριτικάρει και να τα καταγγείλει η ίδια, και που δεν απαλείφονται µε µια ετήσια εκδροµή στο Άγιο Όρος».

Δείτε ακόμη τη συνέντευξη του Κορνήλιου Καστοριάδη στην ΕΡΤ όπου μιλά για τη ζωή του: